Την ευθύνη του ιδιωτικού τομέα για τη γρήγορη και σωστή αξιοποίηση του πακτωλού χρημάτων από τα ευρωπαϊκά ταμεία επισημαίνει σε συνέντευξή του στο περιοδικό Greek Business File ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας. Ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης αναφέρεται σε μία τεράστια ευκαιρία, η οποία δεν πρέπει να χαθεί, όπως άλλες στο παρελθόν, και σε αυτό δεν απαιτείται μόνο η ετοιμότητα του δημοσίου τομέα.
Όπως επισημαίνει, τα χρήματα είναι διαθέσιμα και ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να είναι έτοιμος με επενδυτικά και επιχειρηματικά σχέδια για την αξιοποίησή τους. Ο πυρήνας των επενδυτικών σχεδίων θα πρέπει να περιλαμβάνει σχέδια σε έργα σχετικά με ψηφιακό μετασχηματισμό, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, εξοικονόμηση ενέργειας, διαχείριση απορριμμάτων και το “τρίγωνο της γνώσης” (καινοτομία – εκπαίδευση – έρευνα). Η ευκαιρία είναι τεράστια, όχι μόνο λόγω του τεράστιου ποσού, αλλά και λόγω της ευνοϊκής συγκυρίας σε ό,τι αφορά στη ρευστότητα, τον χαμηλό πληθωρισμό και τα χαμηλά επιτόκια που θα διαρκέσουν τουλάχιστον μέχρι το 2023.
Σε ό,τι αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο κ. Στουρνάρας θεωρεί αναγκαία την πολιτική και δημοσιονομική ένωση, κάτι το οποίο θα απαιτήσει χρόνια, σημαντικές αλλαγές στη Συνθήκη και αρκετούς συμβιβασμούς. Όμως, είναι απαραίτητο να συμβεί για να μην μείνει πίσω η Ευρώπη από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Ειδικότερα ο κ. Στουρνάρας ανέφερε:
«Το 2021 θα είναι μια πιο ομαλή χρονιά για την Ελλάδα; Φέτος γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821, αλλά παράλληλα θα προσπαθούμε να επιβιώσουμε μετά την πανδημία του κορωνοϊού.
Το σοκ που προκάλεσε η πανδημία στην παγκόσμια, την ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονομία είναι πράγματι πολύ σοβαρό. Έχει ήδη σημαντικό κόστος: μείωση του προϊόντος της οικονομίας, άνοδο της ανεργίας, αλλά και αύξηση του δημόσιου χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Με λίγα λόγια, ανέκοψε την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Αλλά έχει και οφέλη.
Τι οφέλη;
Τα οφέλη κυρίως έχουν να κάνουν με την αλλαγή στάσης…
Των πολιτών ή του πολιτικού κόσμου;
Θα έλεγα κυρίως των πολιτικών και νομισματικών αρχών στην Ευρώπη. Οι ευρωπαϊκές αρχές συνειδητοποίησαν από νωρίς ότι χρειαζόμαστε κοινή δράση. Ότι χωρίς αυτή τα κράτη-μέλη με ευάλωτα δημόσια οικονομικά θα αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρό κίνδυνο. Γι’ αυτό το λόγο, εμείς στην ΕΚΤ αποφασίσαμε αμέσως μετά το ξέσπασμα της πανδημίας να ακολουθήσουμε μια νομισματική πολιτική που δεν θα είναι μόνο διευκολυντική, αλλά και ευέλικτη και χωρίς αποκλεισμούς – για παράδειγμα, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου είναι πλέον επιλέξιμα για συμμετοχή στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP), παρότι υπολείπονται ακόμη της επενδυτικής βαθμίδας. Επίσης, το Eurogroup αποφάσισε να αναστείλει την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Για πόσο καιρό θα λέγατε και σε ποια έκταση;
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης αναμένεται να ξεκινήσει και πάλι να εφαρμόζεται μετά την πανδημία, αλλά όχι με την ίδια μορφή. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή το Eurogroup καταβάλλει προσπάθειες ώστε να κάνει το Σύμφωνο πιο διαχειρίσιμο, πιο ρεαλιστικό και πιο αξιόπιστο. Εκτός από το δημοσιονομικό χώρο που δίνεται στα κράτη-μέλη, έχουμε τώρα και το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU), που έχει ως βάση το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ο οποίος θεωρώ ότι είναι το πρώτο, έστω και μικρό, βήμα προς μια πιο ομοσπονδιακή ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική.
Θα φτάνατε στο σημείο να πείτε ότι η αμοιβαιοποίηση του χρέους έχει ξεκινήσει στην Ευρώπη;
Μόλις ξεκίνησε. Παρόλο που δεν μπορούμε να πούμε ότι η ζώνη του ευρώ έχει φθάσει σε “στιγμή Χάμιλτον”, δεν μπορεί να κάνει πίσω, παρά τις αντιδράσεις. Νομίζω ότι είναι ένα μικρό βήμα, που όμως μας οδηγεί μόνο μπροστά.
Στην Ελλάδα περιμένουμε πακτωλό χρημάτων από το NGEU για να αναχαιτίσουμε τις αποπληθωριστικές τάσεις που δημιουργεί η πανδημία. Θα αξιοποιηθούν αυτοί οι ευρωπαϊκοί πόροι πιο εποικοδομητικά από ό,τι στο παρελθόν, ώστε, εκτός από εισοδηματική ενίσχυση και κάποιου είδους ανακούφιση από τις επιπτώσεις της πανδημίας, να μας αφήσουν ως παρακαταθήκη και μια πιο αξιόπιστη προοπτική για διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη;
Πρέπει να το αντιληφθούμε ότι μας παρουσιάζεται μια τεράστια ευκαιρία. Ελπίζω αυτή η ευκαιρία να μην πάει χαμένη. Όπως θυμάστε και όπως το υπονοεί και η ερώτησή σας, στο παρελθόν είχαμε αρνητική εμπειρία χαμένων ευκαιριών. Ελπίζω ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος στην Ελλάδα – η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση και ο ιδιωτικός επιχειρηματικός τομέας – να μην την αφήσουν να χαθεί. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: το ποσό που θα λάβουμε από το NGEU θα είναι κυρίως με τη μορφή επιχορηγήσεων, όχι δανείων. Η συνολική χρηματοδότηση θα είναι υπερδιπλάσια της κλείδας μας στην ΕΕ. Η κλείδα συμμετοχής μας στο κεφάλαιο της ΕΚΤ είναι 2,1%. Βάσει αυτής, η ΕΚΤ πραγματοποιεί αγορές ελληνικών ομολόγων. Ωστόσο, το ποσό που θα λάβουμε από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι υπερδιπλάσιο! Είτε σε κατά κεφαλήν όρους είτε σε όρους ΑΕΠ, η Ελλάδα, μαζί με δύο ή τρία άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, θα είναι ο μεγαλύτερος ωφελημένος.
Επιπλέον, οι επενδυτικοί τομείς στους οποίους θα κατευθυνθεί η χρηματοδότηση είναι ακριβώς αυτοί που χρειαζόμαστε. Ενδεικτικά αναφέρω τον ψηφιακό μετασχηματισμό, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία, ή ίσως την προτελευταία, θέση στην ΕΕ. Ιδού λοιπόν η μεγάλη μας ευκαιρία για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, τόσο για το δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα. Το ίδιο ισχύει και για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που είναι ο άλλος σημαντικός κλάδος που θα χρηματοδοτηθεί μέσω του NGEU.
Και σε ποιο βαθμό είμαστε έτοιμοι να αξιοποιήσουμε αυτή τη χρηματοδότηση;
Δεν αρκεί να έχουν σχέδια οι αρχές και γενικότερα ο δημόσιος τομέας. Χρειάζεται η συμμετοχή και του ιδιωτικού τομέα. Οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να έχουν προετοιμαστεί με κατάλληλα σχέδια για επενδύσεις σε έργα σχετικά με τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την εξοικονόμηση ενέργειας, τη διαχείριση απορριμμάτων, το “τρίγωνο της γνώσης” (καινοτομία – εκπαίδευση – έρευνα) κ.λπ. Για να το θέσω διαφορετικά, η συντονισμένη δράση του δημόσιου τομέα είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την επιτυχία. Θα πρέπει να ανταποκριθεί αντίστοιχα και ο ιδιωτικός τομέας.
Θα λέγατε (α) ότι ο ιδιωτικός τομέας έχει λάβει το μήνυμα και (β) ότι είναι διαθέσιμοι στην πράξη οι απαραίτητοι πόροι για τη συγχρηματοδότηση τέτοιων πρωτοβουλιών, δηλ. από πλευράς τραπεζών;
Οι πόροι είναι πλήρως διαθέσιμοι. Οι νομισματικές και χρηματοδοτικές συνθήκες θα παραμείνουν διευκολυντικές τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2023. Νομίζω και ακόμη περισσότερο. Αναμένω ο πληθωρισμός το 2023 να διαμορφωθεί πολύ κάτω του 2% στη ζώνη του ευρώ. Η νομισματική πολιτική θα εξακολουθήσει να είναι διευκολυντική σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία και προβλέψεις. Ως εκ τούτου, τα χρήματα θα υπάρχουν. Το ερώτημα στην πραγματικότητα είναι κατά πόσον θα αξιοποιηθούν σωστά. Οι μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν τεχνογνωσία και εξειδίκευση μπορούν να απορροφήσουν αυτούς τους πόρους, αλλά θα πρέπει επίσης στο σχεδιασμό τους να μεριμνήσουν και για τις μικρότερες επιχειρήσεις, τους προμηθευτές τους, που λειτουργούν γύρω από αυτές. Πρέπει να δημιουργηθούν δίκτυα χρηματοδότησης, που θα επιτρέπουν σε μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά και σε μικρομεσαίες γύρω τους, την πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Σε μακρότερο χρονικό ορίζοντα, ποιο θα ήταν το όραμά σας για μια πολιτική ένωση; Ή μάλλον, οραματίζεστε μια πολιτική ένωση στην Ευρώπη σε 20 χρόνια;
Λοιπόν, είκοσι χρόνια είναι πράγματι πολύς καιρός. Εάν δεν έχουμε πολιτική ένωση νωρίτερα, στα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως να μην την έχουμε ποτέ. Υπάρχει ακόμη ευκαιρία να το πετύχουμε. Ελπίζω το κύμα λαϊκισμού που βιώσαμε τα προηγούμενα χρόνια να αποδυναμωθεί και τελικά να εκλείψει. Το Brexit είναι επίσης μια αρνητική εξέλιξη τόσο για το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και για την Ευρώπη, αλλά έχει και ένα καλό: το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να ασκήσει βέτο στην πολιτική ένωση της Ευρώπης.
Προφανώς, δεν έχουν ακόμη ωριμάσει οι συνθήκες για πολιτική ένωση. Μια πολιτική ένωση απαιτεί δραστικές αλλαγές στη Συνθήκη. Για να επιτύχουμε δημοσιονομική ένωση, με ένα ενιαίο Υπουργείο Οικονομικών, ως εταίρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, απαιτούνται πολύ σημαντικές αλλαγές στη Συνθήκη. Δηλαδή πρέπει να δημιουργηθεί μια ομοσπονδιακή δομή στο δημοσιονομικό τομέα, η οποία σήμερα δεν υπάρχει. Αυτό χρειάζεται πολύ ισχυρότερη συναίνεση από αυτή που μπορούμε να πετύχουμε σήμερα.
Αλλά για μένα αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να προχωρήσουμε.
Και αν δεν το κάνουμε;
Τότε η Ευρώπη θα μείνει πίσω. Πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, πίσω από την Κίνα. Θα μείνει πίσω και τελικά θα οδηγηθεί σε μαρασμό.
Θα λέγατε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αυτή τη φιλοδοξία; Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι έχει σταματήσει…
Όχι, δεν νομίζω ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει σταματήσει. Αυτός ήταν ο φόβος μέχρι πριν από λίγο καιρό, αλλά η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης, ως μέσο αφύπνισης. Πρακτικά, το πρώτο βήμα έχει γίνει με το NGEU. Θεωρώ ότι το επόμενο βήμα θα είναι μια πλήρης Τραπεζική Ένωση, με τη δημιουργία του ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme – EDIS). Πρόσφατα είδαμε ορισμένες θετικές και ενθαρρυντικές αποφάσεις από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Eurogroup, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προάγγελο του EDIS».