Ύστερα από την επώδυνη πολύχρονη προσαρμογή σε πολλές χώρες της Ευρώπης, υπάρχει κίνδυνος μεταρρυθμιστικής κόπωσης, προειδοποίησε από το βήμα του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος.
Ο κ. Προβόπουλος τόνισε ότι η κόπωση αυτή ενδέχεται να μειώσει την προθυμία -τόσο της πολιτικής ηγεσίας όσο και της κοινωνίας- να συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσει και η ολοκλήρωση της ΟΝΕ. Ωστόσο, ο ίδιος κάλεσε να «δούμε σαν παράθυρο ευκαιρίας τις καλύτερες οικονομικές συνθήκες, προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι η επόμενη κρίση θα μας βρει πιο ανθεκτικούς».
«Με οδηγό τα διδάγματα της κρίσης, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι η επόμενη κρίση θα μας βρει πιο ανθεκτικούς και θα οδηγήσει σε περαιτέρω σύγκλιση των οικονομικών στην Ευρώπη» είπε, θέτοντας ως στόχο τη βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. «Να συνεχιστούν οι διαρθρωτικές αλλαγές στην Ελλάδα» είπε χαρακτηριστικά, ενώ εκτίμησε ότι τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί τεράστια πρόοδος όσον αφορά στη μεταφορά της εξυγίανσης και της εποπτείας από εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο SSM.
Ο πρώην διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε ακόμη ότι 10 χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης η ευρωπαϊκή οικονομία ενισχύεται, η απασχόληση αυξάνεται, ενώ το Brexit δεν έχει προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη.
Αναφερόμενος στη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, ο Γ. Προβόπουλος σημείωσε πως «το πραγματικό ΑΕΠ αυξάνεται σταθερά τα τελευταία 19 τρίμηνα, η οικονομία κινείται με θετικούς ρυθμούς, η ανάκαμψη έχει αυξήσει την απασχόληση κατά 7,5%, το ποσοστό ανεργίας κινείται γύρω στο 8,7% και έχει τάση περαιτέρω μείωσης».
Όπως είπε, η αύξηση της απασχόλησης στηρίζει την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ εκτίμησε ότι οι προοπτικές για επενδύσεις είναι θετικές, το κεφαλαιακό απόθεμα έχει ποιοτικά απαξιωθεί, η κερδοφορία έχει δημιουργήσει εσωτερικά κεφάλαια και οι συνθήκες χρηματοδότησης είναι ευνοϊκότερες, λόγω της χαλαρής ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής.
Ο κ. Προβόπουλος τόνισε ότι βασική πηγή ανάκαμψης αποτελεί η εγχώρια ζήτηση, καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία απολαμβάνει ανάκαμψη.
Ωστόσο, τόνισε ότι ο πληθωρισμός παραμένει κάτω του στόχου της ΕΚΤ, λόγω της περιορισμένης ανόδου των μισθών και του υψηλού ακόμη ποσοστού ανεργίας αλλά και των ευέλικτων μορφών εργασίας.
Ο ίδιος επεσήμανε πως σε περίπτωση που ο χαμηλός πληθωρισμός επιμείνει, θα πρέπει η ΕΚΤ να επανακαθορίσει τη στάση της.