Μια αρνητική εξέλιξη για το μέλλον της χώρας εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά αργά το βράδυ. Ο οίκος αξιολόγησης Fitch προχώρησε χωρίς προηγούμενες ενδείξεις ή ακόμη και προειδοποιήσεις σε υποβάθμιση του outlook της Ελλάδα σε σταθερό από θετικό, που είχε διαμορφωθεί με πολύ κόπο, πολύ χρόνο και μεγάλες θυσίες.
Ο οίκος επικαλέστηκε την σημαντική επίδραση της κρίσης του κορωνοϊού στην οικονομική δραστηριότητα, στα δημόσια οικονομικά και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας.
Η Fitch προβλέπει μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 8,1% φέτος, η οποία θα αντικατοπτρίζει τα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα για την επιβράδυνση της εξάπλωσης της πανδημίας, την παγκόσμια ύφεση και την απότομη πτώση των εσόδων στον κλάδο του τουρισμού.
Ο οίκος, όπως αναφέρει στην αιτιολογική του έκθεση, αναμένει μια ορισμένη ανάκαμψη της δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους και το 2021, με την αύξηση του ΑΕΠ να φτάνει το 5,1% την ερχόμενη χρονιά. Με την υποσημείωση όμως ότι η καλή εικόνα της αντιμετώπισης της πανδημίας θα εξακολουθήσει και αν δεν υπάρξουν αρνητικές εξελίξεις στο πεδίο αυτό.
Η έκταση της πτώσης του ΑΕΠ και η επακόλουθη ανάκαμψη είναι ωστόσο εξαιρετικά αβέβαια μεγέθη, σύμφωνα με την Fitch.
Υπάρχουν κίνδυνοι περαιτέρω επιδείνωσης των οικονομικών δεδομένων και πέραν των συγκεκριμένων προβλέψεων, εκτιμά ο οίκος, αναφερόμενος στην έκταση και τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού.
Παρατεταμένες περίοδοι lockdown ή ένα δεύτερο κύμα εξάπλωσης του ιού στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα συνεπάγονταν πολύ μεγαλύτερες μειώσεις στην παραγωγή το 2020 και ασθενέστερη ανάκαμψη το 2021.
Ειδική αναφορά γίνεται στον τουρισμό, που συμβάλλει περίπου κατά 10% στο ΑΕΠ, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ταξιδιών και Τουρισμού και ο οποίος δεν θα μπορέσει εφέτος να βοηθήσει δυναμικά την ελληνική οικονομία να συγκρατήσει τις απώλειες.
Ο συνδυασμός της σοβαρής πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας και των έκτακτων μέτρων που λαμβάνει η κυβέρνηση για τη στήριξη της οικονομίας εν μέσω της πανδημίας θα οδηγήσουν σε απότομη επιδείνωση του ισοζυγίου του προϋπολογισμού για φέτος, σημειώνει ακόμη. Η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε 5 δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου 2,9% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) μέτρων στήριξης για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους που επηρεάζονται από την παύση της οικονομικής δραστηριότητας, που σχετίζεται με το ξέσπασμα του κοροναϊού, επιπλέον δαπάνες για την υγεία και αναβολές φόρων.
Περαιτέρω υποστήριξη (περίπου 2 δισ. ευρώ) θα προέλθει από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ.
«Εκτιμούμε, τονίζει η Fitch, ότι το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης θα μετακινηθεί από εκτιμώμενο πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2019 σε έλλειμμα 7,4% του ΑΕΠ για το 2020. Στη συνέχεια αναμένουμε ότι το έλλειμμα θα μειωθεί σε έναν βαθμό στο 4,6% του ΑΕΠ το 2021. Το πρωτογενές αποτέλεσμα θα “γυρίσει” επίσης σε αρνητικό φέτος, μετά από τέσσερα συνεχόμενα έτη πλεονασμάτων και υπεραποδόσεων στους δημοσιονομικούς στόχους».
Πρόβλεψη για νέα αύξηση του ποσοστού του χρέους
Η αύξηση του δανεισμού θα μεταφραστεί σε αντιστροφή της μείωσης του δείκτη του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ που παρατηρήθηκε πέρυσι. H Fitch εκτιμά ότι ο δείκτης μειώθηκε στο 176,6% στο τέλος του 2019, από 181,2% το 2018 και, με βάση τις προβλέψεις της, θα αυξηθεί σε 194,8% στα τέλη του 2020, πριν μειωθεί στο 187,1% το 2021.
Η πρόβλεψη για τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ για το τρέχον έτος προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση θα κάνει χρήση λίγο περισσότερου από το ένα τέταρτο του μεγάλου “μαξιλαριού” (ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, περίπου 5,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) ρευστότητας το οποίο διαθέτει.
Εάν το σύνολο του επιπλέον δανεισμού που προβλέπεται φέτος καλυφθεί από αύξηση της έκδοσης νέου χρέους, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα μπορούσε να ξεπεράσει το 200%!
Η Fitch αναμένει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα αυξηθεί σημαντικά φέτος, δεδομένου ότι οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί και η εθελοντική κοινωνική απόστασιοποίηση λόγω της πανδημίας θα περιορίσουν τις αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα.
Το 2019, τα ταξιδιωτικά έσοδα αντιπροσώπευαν το 22% των τρεχούμενων εσόδων ή το 9,7% του ΑΕΠ. Αναμένουμε ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα διευρυνθεί στο 6,7% του ΑΕΠ φέτος και στο 5,7% το 2021, από 1,6% του ΑΕΠ το 2019.
Τα ζητήματα εξωτερικού χρέους της χώρας αποτελούν αδυναμία ως προς την πιστοληπτική της αξιολόγηση, εκτιμά ο οίκος, σημειώνοντας ότι ο όγκος εξωτερικού χρέους (132,5% στα τέλη του 2019) και η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (-150,6%) ως μερίδιο του ΑΕΠ είναι σημαντικά υψηλότερα από το μέσο όρο των χωρών με πιστοληπτική αξιολόγηση “BB” (19,1% και -16,2% κατά μέσο όρο, αντίστοιχα).
Οι κίνδυνοι μετριάζονται από το μεγάλο μερίδιο των υποχρεώσεων που οφείλονται σε επίσημους πιστωτές και είναι σε μεγάλο βαθμό σε ευρώ, ωστόσο ο μεγάλος αυτός όγκος εκθέτει τη χώρα σε κινδύνους λόγω απότομων μεταβολών στο κλίμα της αγοράς.
Η Ελλάδα έχει υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τους μέσους όρους των χωρών της βαθμίδας “BB” και “BBB”. Οι δείκτες διακυβέρνησης είναι επίσης σημαντικά ισχυρότεροι. Αυτά τα πλεονεκτήματα αντιστοιχούν όμως σε μια αδύναμη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική, ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στον τραπεζικό τομέα και υψηλά αποθέματα δημόσιου χρέους και καθαρού εξωτερικού χρέους.
Ενώ το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι και θα παραμείνει πολύ υψηλό για μια παρατεταμένη περίοδο, υπάρχουν ελαφρυντικοί παράγοντες που “υποστηρίζουν” τη βιωσιμότητα του χρέους. Η Fitch προβλέπει ότι ο δείκτης θα αρχίσει να μειώνεται ξανά το 2021. Το “μαξιλάρι” ρευστότητας είναι περισσότερο από επαρκές για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης για το τρέχον έτος, αλλά και για το επόμενο.
Η ευνοϊκή “φύση” του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους της Ελλάδας σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλό. Περίπου το 95% του χρέους είναι σταθερού επιτοκίου και η μέση διάρκεια ωρίμανσης του ελληνικού χρέους (20,5 χρόνια) είναι μεταξύ των μακρύτερων ανά τον κόσμο, μειώνοντας τον κίνδυνο από μια αύξηση επιτοκίων.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα συμπεριλάβει ελληνικά κρατικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγορών έκτακτης ανάγκης λόγω πανδημίας (PEPP), σε αντίθεση με τα περισσότερα προηγούμενα προγράμματα αγοράς assets. Το PEPP διαθέτει συνολικό μέγεθος 750 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με βάση το ποσοστό συμμετοχής της Ελλάδας στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, αυτό θα επέτρεπε την αγορά έως και 16 δισεκατομμυρίων ευρώ (περίπου 9,3% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) στη δευτερογενή αγορά από το Ευρωσύστημα. Αυτό θα προσφέρει μια επιπλέον πηγή ευελιξίας στη χρηματοδότηση των αναγκών της χώρας, σημειώνει η Fitch.