Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι μπορεί να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα μέχρι το τέλος του 2024 μειώνει τον κίνδυνο για απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού, καθώς λήγει το Πανδημικό Πρόγραμμα Έκτακτης Αγοράς Ομολόγων (PEPP), αναφέρει η Fitch Ratings.

Υπογραμμίζει, επίσης, ότι η επόμενη προγραμματισμένη ανασκόπηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας BB/Stable είναι στις 14 Ιανουαρίου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο δημόσιο χρέος/ΑΕΠ που επιστρέφει σε σταθερή καθοδική πορεία μετά το σοκ της Covid-19, η συνεχιζόμενη βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων σε συστημικά σημαντικές τράπεζες και το καλύτερο μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και απόδοση θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θετική δράση αξιολόγησης» υπογραμμίζει.

Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης αναφέρει πως η ΕΚΤ επιβεβαίωσε την Πέμπτη ότι οι καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων PEPP θα σταματήσουν από τα τέλη Μαρτίου 2022, αλλά παρέτεινε την περίοδο επανεπένδυσης των ομολόγων, που λήγουν, κατά ένα έτος έως το τέλος του 2024.

Η ΕΚΤ είπε επίσης ότι, κατά τη διάρκεια πιθανών πιέσεων στην αγορά που σχετίζονται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις PEPP «μπορούν να προσαρμοστούν με ευελιξία σε βάθος χρόνου», συμπεριλαμβανομένης της αγοράς ελληνικών ομολόγων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σύμφωνα με τη Fitch, το PEPP υπήρξε μια σημαντική πηγή ευελιξίας χρηματοδότησης για την Ελλάδα, της οποίας τα κρατικά ομόλογα δεν είναι επιλέξιμα για άλλα προγράμματα αγοράς της ΕΚΤ, εξαιτίας του ότι είναι εκτός επενδυτικής βαθμίδας.

Μέχρι το τέλος Νοεμβρίου η ΕΚΤ είχε αγοράσει 34,9 δισεκατομμύρια ευρώ (19,3% του προβλεπόμενου ΑΕΠ 2021) ελληνικών κρατικών ομολόγων, κοντά στο ποσό που προβλέπεται από το κονδύλι του PEPP ύψους 1,85 τρισεκατομμυρίων ευρώ και το ποσοστό 2% του κεφαλαίου της Ελλάδας στην ΕΚΤ.

Στην έκθεση τονίζεται ότι οι αγορές PEPP συνέβαλαν στη διατήρηση των οριακών επιτοκίων του ελληνικού χρέους, με την απόδοση του 10ετούς να πέφτει σε περίπου 1,3%, από πάνω από 2% τον Μάιο του 2020.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ρευστότητα

Άλλοι παράγοντες υποστηρίζουν επίσης τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Το σημαντικό απόθεμα ρευστότητας της Ελλάδας προβλέπεται να είναι κοντά στο 18% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους, το οποίο θα κάλυπτε την εκτίμηση του διεθνούς οίκου για την εξυπηρέτηση του χρέους το 2022.

«Η ευνοϊκή φύση των περισσότερων χρεών σημαίνει ότι το μέσο κόστος εξυπηρέτησης είναι χαμηλό (σε απόλυτους αριθμούς και σε σχέση με τους ομοτίμους αξιολογήσεων) και τα προγράμματα απόσβεσης είναι διαχειρίσιμα» τονίζει.

Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές διαχειρίστηκαν προληπτικά το χρονοδιάγραμμα απόσβεσης.

H Fitch εκτιμά πως μια πρόσφατη άσκηση διαχείρισης υποχρεώσεων μείωσε τις αποσβέσεις για την περίοδο 2023-2025 κατά περίπου 1,1 δισεκατομμύρια ευρώ (0,5% του προβλεπόμενου ΑΕΠ 2023).

Η μέση ληκτότητα του ελληνικού χρέους είναι από τις μεγαλύτερες από κάθε κράτος, περίπου στα 19 χρόνια. Δημοσιεύματα του Τύπου αναφέρουν ότι η Ελλάδα θα αποπληρώσει τα εκκρεμή δάνειά της από το ΔΝΤ το επόμενο έτος (περίπου 1,85 δισ. ευρώ).

«Προηγουμένως είχαμε υπολογίσει ότι μια μεγάλη, μόνιμη άνοδος των επιτοκίων της αγοράς θα αύξανε τον δείκτη χρέους, αλλά μόνο κατά περίπου 4,5 ποσοστιαίες μονάδες σε διάστημα πέντε ετών» αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης.

Παρά αυτούς τους μετριασμούς, το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος της Ελλάδας αποτελεί αδυναμία αξιολόγησης. Εκτιμούμε ότι το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ το 2021 μειώθηκε από το ανώτατο όριο του 2020 του 206,3% του ΑΕΠ στο 197,3%% – εξακολουθεί να είναι το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των κρατικών κρατών με αξιολόγηση Fitch.

Προβλέψεις για την οικονομία

Τα χαμηλότερα ελλείμματα και η σταθερή οικονομική ανάπτυξη θα στηρίξουν τη μείωση του χρέους. Προβλέπεται αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 8,3% φέτος και αναμένεται ότι η ανάκαμψη θα συνεχιστεί το 2022, καθώς η ανάπτυξη των κεφαλαίων ανάκαμψης της ΕΕ επόμενης γενιάς επιταχύνει και αυξάνει τις πραγματικές δαπάνες, με ανάπτυξη 4,1% και 3,6% το 2022 και το 2023. Αλλά ο δείκτης χρέους θα παραμείνει αυξημένος, λίγο κάτω από το 188% το 2023.

Η Fitch πιστεύει, επίσης, ότι η ΕΚΤ θα παραμείνει αρκετά ευέλικτη ώστε να αποφύγει αρνητικές επιπτώσεις για τη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών. Οι ειδικοί όροι στο πλαίσιο της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO-III, περίπου 20% της τομεακής χρηματοδότησης) έχουν προγραμματιστεί να λήξουν τον Ιούνιο του 2022, αλλά το σύστημα δύο επιπέδων για αποδοχές αποθεματικών ενδέχεται να προσαρμοστεί για τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης. Πιστεύουν επίσης ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να επεκτείνει την παραίτηση για τη συμπερίληψη του ελληνικού δημόσιου χρέους ως εξασφάλισης repo πέραν του Ιουνίου.

Ελληνικές τράπεζες

Τα προφίλ χρηματοδότησης και ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί διαρθρωτικά τα τελευταία χρόνια, υποστηριζόμενα από την υγιή αύξηση των καταθέσεων πελατών και την καλύτερη πρόσβαση στην αγορά χρέους.

Οι τράπεζες έχουν αυξήσει την έκδοση χρέους χωρίς εξασφαλίσεις για να ανταποκριθούν στις επερχόμενες απαιτήσεις εξυγίανσης και θα είναι σε θέση να αυξήσουν την εξασφαλισμένη διατραπεζική χρηματοδότηση καθώς λήγει η χρηματοδότηση TLTRO-III, αν και με υψηλότερο κόστος.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης