Η ασφάλεια για τον εφοδιασμό της ΕΕ με φυσικό αέριο δεν είναι εγγυημένη, επισημαίνει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ), σε έκθεση που δημοσίευσε τη Δευτέρα.
Προκειμένου η ΕΕ να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει μια επόμενη κρίση φυσικού αερίου, πρέπει να υπερπηδήσει σημαντικά εμπόδια, προειδοποιεί το ΕΕΣ, Μολονότι η ΕΕ έλαβε ορισμένα μέτρα έκτακτης ανάγκης για να αντιμετωπίσει την οπλοποίηση του φυσικού αερίου από τη Ρωσία, τα οφέλη της ενωσιακής δράσης δεν είναι πάντα ξεκάθαρα. Το ΕΕΣ επισημαίνει επίσης διάφορες νέες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η Ένωση προκειμένου να διασφαλίσει τον εφοδιασμό της με φυσικό αέριο σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Τέτοιες είναι η μεγαλύτερη εξάρτηση από το εισαγόμενο υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ) και η ανάγκη απανθρακοποίησης μέρους της κατανάλωσης φυσικού αερίου.
Η ταχύρρυθμη σταδιακή διακοπή των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, που το 2021 αντιπροσώπευε το 45 % των εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ, προκάλεσε κρίση εφοδιασμού, η οποία με τη σειρά της οδήγησε σε κρίση τιμών. Τον Αύγουστο του 2022, η τιμή χονδρικής του φυσικού αερίου κορυφώθηκε στα 339 ευρώ ανά μεγαβατώρα (έναντι 51 ευρώ τον Αύγουστο του 2021). Τα κράτη μέλη άρχισαν να επιδοτούν τις τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας (με κόστος περίπου 390 δισ. ευρώ μόνο το 2022) προκειμένου να μειώσουν τις επιπτώσεις στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Στα τέλη του 2023, η ΕΕ είχε στραφεί επιτυχώς σε άλλες πηγές πλην της Ρωσίας για τον εφοδιασμό της με φυσικό αέριο, και οι τιμές σταθεροποιήθηκαν, αγγίζοντας τα προ κρίσης επίπεδα, στις αρχές του 2024.
«Δεδομένης της εξάρτησής της από το ξένο φυσικό αέριο, η ΕΕ δεν πρέπει να εφησυχάζει όταν πρόκειται για την ασφάλεια του εφοδιασμού της. Επιπλέον, δεν προβλέπονται για τους καταναλωτές εγγυήσεις οικονομικής προσιτότητας σε περίπτωση σημαντικής κρίσης εφοδιασμού στο μέλλον», δήλωσε ο Χοάο Λεάο, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για τον έλεγχο.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η ΕΕ πέτυχε την τιμή-στόχο της για μείωση της ζήτησης αερίου κατά 15 %· ωστόσο το ΕΕΣ δεν μπόρεσε να εξακριβώσει αν αυτό έγινε χάρη μόνο στα μέτρα που ελήφθησαν ή και σε εξωτερικούς παράγοντες (όπως οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου και ο θερμός χειμώνας). Ομοίως, η υποχρέωση πλήρωσης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου σε επίπεδο ΕΕ επιτεύχθηκε και μάλιστα σημειώθηκε υπέρβαση της τιμής-στόχου του 90 %.
Επίσης, το ΕΕΣ δεν μπόρεσε να αξιολογήσει κατά πόσον η εφαρμογή πλαφόν στις τιμές φυσικού αερίου στην ΕΕ απέδωσε καρπούς, καθώς οι τιμές παρέμειναν σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από τότε που θεσπίστηκε.
Μεταξύ των άλλων μέτρων που ελήφθησαν είναι και η δρομολόγηση της πλατφόρμας AggregateEU για την παροχή ενός εναλλακτικού διαύλου εμπορίας φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένων από κοινού αγορών. Και στην περίπτωση αυτή, το ΕΕΣ δεν μπόρεσε να προσδιορίσει κατά πόσον η συγκεκριμένη πλατφόρμα προσέφερε προστιθέμενη αξία σε σχέση με άλλες προϋπάρχουσες, διότι οι διαφορές που προκάλεσε η κρίση στις τιμές του φυσικού αερίου μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ είχαν ήδη μειωθεί σημαντικά όταν η AggregateEU τέθηκε σε λειτουργία.
Όσον αφορά το μέλλον, το ΕΕΣ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ΕΕ πρέπει να εδραιώσει το πλαίσιο προσιτών τιμών για το φυσικό αέριο. Προειδοποιεί επίσης ότι πολλά κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι απρόθυμα να υπογράψουν διμερείς συμφωνίες αλληλεγγύης. Ορισμένα μάλιστα θα εξέταζαν ακόμη και το ενδεχόμενο να διακόψουν την προμήθεια φυσικού αερίου σε γειτονικές χώρες, σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Τέλος, το ΕΕΣ επισημαίνει τη μη ικανοποιητική πρόοδο όσον αφορά τη δέσμευση, χρήση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, η οποία μπορεί επίσης να υπονομεύσει την ασφάλεια του εφοδιασμού μακροπρόθεσμα. Δεδομένων των κλιματικών στόχων της ΕΕ (ιδίως του στόχου για μηδενικές καθαρές εκπομπές μέχρι το 2050), η ανάγκη μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που προκαλούνται από την κατανάλωση φυσικού αερίου θα αποτελέσει ολοένα σημαντικότερη πτυχή του τοπίου της ασφάλειας του εφοδιασμού στην Ένωση. Σήμερα, τα τέσσερα εμπορικής κλίμακας έργα που λειτουργούν στην ΕΕ στον τομέα της δέσμευσης, χρήσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα μπορούν από κοινού να δεσμεύσουν έως και 1,5 εκατομμύρια τόνους CO2 ετησίως. Πρόκειται για σταγόνα στον ωκεανό αν συγκριθούν με τους 450 εκατομμύρια τόνους CO2 που θα πρέπει να δεσμεύονται με την τεχνολογία αυτή κάθε χρόνο μέχρι το 2050 προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της ΕΕ για το κλίμα.