Τους προβληματισμούς και τις προτεραιότητες των Ελλήνων διευθυνόντων συμβούλων, (CEOs) σχετικά με τις νέες προκλήσεις και την ανάγκη μετασχηματισμού των επιχειρήσεών τους, αναδεικνύει η έρευνα CEO Imperative Study 2021, που διεξήχθη για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τη Forbes Insights για λογαριασμό της EY.

Η έρευνα, που αποτελεί μέρος της παγκόσμιας σειράς ερευνών CEO Imperative Series της EY, καταγράφει τις απόψεις των επικεφαλής των μεγαλύτερων ελληνικών επιχειρήσεων -69% των οποίων σημειώνουν έσοδα άνω του ενός δισ. δολαρίων- για τις μεγάλες τάσεις που επηρεάζουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στη μετά την πανδημία εποχή και τους τομείς όπου θα δώσουν προτεραιότητα τα επόμενα χρόνια.

Η υγειονομική κρίση του COVID-19 και τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπισή της, φαίνεται να είχαν σημαντικά ισχυρότερο αντίκτυπο στα έσοδα των ελληνικών επιχειρήσεων, σε σχέση με τις επιχειρήσεις παγκοσμίως, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Περισσότεροι από τρεις στους πέντε επικεφαλής των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων (62%), αναφέρουν κάμψη του κύκλου εργασιών τους κατά το τελευταίο οικονομικό έτος, ποσοστό τριπλάσιο από το παγκόσμιο δείγμα (19%) και σχεδόν πενταπλάσιο από το ευρωπαϊκό (13%).

Παράλληλα, όμως, αισθάνονται συγκριτικά πιο αισιόδοξοι για την πορεία των εσόδων κατά το άμεσο μέλλον, με το 72% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα να εκτιμούν ότι τα έσοδά τους θα αυξηθούν κατά το τρέχον οικονομικό έτος – ποσοστό υπερτριπλάσιο των ευρωπαίων ομολόγων τους (22%) και υπερδιπλάσιο του παγκόσμιου δείγματος (34%). Για την επόμενη τριετία, το 69% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα αναμένουν αύξηση εσόδων 2% έως 10%, έναντι 32% στην Ευρώπη και 41% παγκοσμίως, αντανακλώντας μια αυξημένη εμπιστοσύνη στα θεμελιώδη μεγέθη και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

H έρευνα, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και στην Ελλάδα, επιβεβαιώνει ότι ο δραστικός μετασχηματισμός είναι μια επιταγή την οποία δεν μπορούν πλέον να αγνοήσουν οι επιχειρήσεις. Ειδικότερα για τη χώρα μας, η έρευνα της ΕΥ επιβεβαιώνει ότι οι CEOs των κορυφαίων ελληνικών επιχειρήσεων έχουν πλήρη επίγνωση αυτής της πραγματικότητας και είναι αποφασισμένοι να λάβουν τις απαραίτητες πρωτοβουλίες μέσα στο επόμενο διάστημα. Συγκεκριμένα, 78% σχεδιάζουν σημαντικές επενδύσεις στην τεχνολογία και τα δεδομένα το επόμενο δωδεκάμηνο, ενώ 63% θα αναλάβουν μια νέα πρωτοβουλία για τον ολοκληρωμένο μετασχηματισμό των επιχειρήσεών τους.

Όπως και σε παγκόσμιο επίπεδο, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι στην Ελλάδα αναφέρουν την επιτάχυνση της τεχνολογίας και την ψηφιακή καινοτομία, ως τη σημαντικότερη τάση που επηρεάζει την επιχείρησή τους, ενώ αναγνωρίζουν, επίσης, την κρισιμότητα των επιπτώσεων των μεταβαλλόμενων προσδοκιών και εμπειριών των καταναλωτών (53%), αλλά και των προκλήσεων που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή (44%). Ακολουθούν τα αναδυόμενα νέα επιχειρηματικά μοντέλα (41%), οι αλλαγές στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες (31%) που προκάλεσε η πανδημία, αλλά και οι γεωπολιτικές αλλαγές (31%).

Με βάση αυτά τα δεδομένα, δυο στους τρεις επικεφαλής των ελληνικών επιχειρήσεων (66%, έναντι 38% παγκοσμίως) δηλώνουν ότι οι αλλαγές που σχεδιάζουν θα επικεντρωθούν στις διαδικασίες καινοτομίας. Αισθητά μικρότερη βαρύτητα σκοπεύουν να δώσουν σε ζητήματα, όπως οι αλλαγές στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για την κατανομή/διάθεση κεφαλαίων και η εφοδιαστική αλυσίδα (34%), ή η διαχείριση κινδύνων (31%).

Παρότι το ζήτημα της καινοτομίας κυριαρχεί σαφώς στη μετασχηματιστική ατζέντα των Ελλήνων CEOs, τα θέματα που συνδέονται με το ανθρώπινο στοιχείο -ανθρώπινο δυναμικό και ταλέντο (25%), ηγεσία (25%), οργανωτική δομή (16%) και εταιρική κουλτούρα και σκοπός (28%)- συνδυαστικά συγκεντρώνουν την προσοχή ενός επίσης σημαντικού μεριδίου των CEOs.

Την ίδια ώρα, οι επικεφαλής των ελληνικών επιχειρήσεων εμφανίζονται λιγότερο ικανοποιημένοι από τους ομολόγους τους σε άλλες χώρες, όσον αφορά τις επιδόσεις τους σε σχετικούς δείκτες, όπως η οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των εργαζόμενων, η ύπαρξη και αναγνώριση ενός σαφούς εταιρικού σκοπού, ή η δημιουργία ομάδων με διαφορετικότητα και χωρίς αποκλεισμούς σε όλα τα επίπεδα.

Η δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας, δηλαδή η επιδίωξη της βελτιστοποίησης της οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής αξίας της επιχείρησης μακροπρόθεσμα, και η προετοιμασία της για τη μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο οικονομικό μοντέλο, βρίσκεται στο επίκεντρο του εταιρικού μετασχηματισμού, διεθνώς.

Οι επικεφαλής των ελληνικών επιχειρήσεων αντιλαμβάνονται τη στροφή αυτή, καθώς εκφράζουν, σε υψηλά ποσοστά, τη βεβαιότητα ότι θα πραγματοποιηθούν σημαντικές αλλαγές προς αυτήν την κατεύθυνση στη διάρκεια της επόμενης πενταετίας, ενώ ένας στους τρεις περιλαμβάνει τη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας και τη σύνταξη σχετικών εταιρικών αναφορών, μεταξύ των ικανοτήτων που πρέπει να διαθέτουν τα διευθυντικά στελέχη.

Δε φαίνεται, όμως, να θεωρούν το ζήτημα αυτό ως άμεση προτεραιότητα. Μόλις 13%, έναντι 27% στην Ευρώπη και 35% στον υπόλοιπο κόσμο, αναφέρουν την «τάση προς την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα και τον καπιταλισμό των ενδιαφερόμενων μερών» μεταξύ των τριών τάσεων με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις στις επιχειρήσεις τους.

Αντίθετα, ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό (44%) θεωρούν ότι επηρεάζονται άμεσα από τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της βιωσιμότητας, ενώ ένας στους πέντε (22%) θεωρεί ότι η επιτυχημένη επιχείρηση του μέλλοντος θα είναι πρωτίστως βιώσιμη και με χαμηλές εκπομπές άνθρακα.

Όπως και οι ομόλογοί τους παγκοσμίως, οι Έλληνες Διευθύνοντες Σύμβουλοι κατατάσσουν τις δραστικές αλλαγές στις συνήθειες, τις προσδοκίες και τις εμπειρίες των καταναλωτών, ως τη δεύτερη σημαντικότερη τάση που επηρεάζει σήμερα την επιχείρησή τους. Κατατάσσουν, επίσης, υψηλότερα από τους Διευθύνοντες Συμβούλους παγκοσμίως, την ικανότητα κατανόησης του καταναλωτή μέσω άμεσων εμπειριών, μεταξύ των χαρακτηριστικών ενός αποτελεσματικού CEO.

Ωστόσο, μόνο ένας στους τρεις (34%) περιλαμβάνει τις αλλαγές στο χαρτοφυλάκιο των προϊόντων και υπηρεσιών της επιχείρησής του, μεταξύ των πρωτοβουλιών που θα αναλάβει στο επόμενο δωδεκάμηνο, και μόλις 16%, έναντι 31% παγκοσμίως και 36% στην Ευρώπη, δηλώνουν ότι θα προβούν σε κάτι τέτοιο κατά την επόμενη τριετία. Πρόκειται για μια επιλογή υψηλού ρίσκου, καθώς οι αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών είναι πρωτοφανείς σε κλίμακα και οι επιπτώσεις τους για τις επιχειρήσεις δε θα εξαντληθούν σε διάστημα λίγων μηνών.

Οι επικεφαλής των ελληνικών επιχειρήσεων είναι, επίσης, λιγότερο ικανοποιημένοι από τους συναδέλφους τους παγκοσμίως, σε σχέση με την ανάπτυξη οικοσυστημάτων και την ένταξή τους στη στρατηγική της επιχείρησης, διαπιστώνοντας ελλείψεις σε μια σειρά από επιμέρους τομείς. Παράλληλα, μόλις 6% ορίζουν την επιτυχημένη επιχείρηση του μέλλοντος ως «ενσωματωμένη σε οικοσυστήματα». Ωστόσο, οκτώ στους δέκα (81%, έναντι 47% παγκοσμίως και στην Ευρώπη) δηλώνουν ότι προχωρούν σε σημαντικές επενδύσεις για την ανάπτυξη και διαχείριση συνεργασιών στο πλαίσιο ενός οικοσυστήματος, για να καλύψουν την υστέρηση αυτή.

Οι Έλληνες CEOs αναγνωρίζουν την ανάγκη να προχωρήσουν σε επενδύσεις που θα ενισχύσουν τον μετασχηματισμό των επιχειρήσεών τους, ακόμη και όταν αυτές συνεπάγονται έντονο στοιχείο ρίσκου. Ωστόσο, μόλις 16%, έναντι 46% παγκοσμίως, δηλώνουν ότι έχουν την υποστήριξη των μετόχων για στρατηγικές επενδύσεις που ενέχουν βραχυπρόθεσμο ρίσκο, ενώ το ίδιο ποσοστό, έναντι 39% παγκοσμίως, εκτιμούν ότι η διευθυντική τους ομάδα συμφωνεί ομόφωνα για τους πιθανούς επενδυτικούς κινδύνους και οφέλη.

Εμφανίζονται, επίσης, λιγότερο σίγουροι, σε σχέση με τους συναδέλφους τους παγκοσμίως, ως προς τον βαθμό στον οποίον η δομή, η εμπειρία και οι δυνατότητές της διευθυντικής τους ομάδας μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και τις αναδυόμενες ευκαιρίες της επόμενης πενταετίας, αλλά και μετέπειτα: το 44% των Ελλήνων CEOs δηλώνουν ότι κάτι τέτοιο ισχύει σε μεγάλο βαθμό, έναντι 52% παγκοσμίως και 60% στην Ευρώπη, ενώ, το 31% του ελληνικού δείγματος εκτιμά ότι αυτό ισχύει σε περιορισμένο βαθμό, σε αντίθεση με 13% του παγκόσμιου και 5% του ευρωπαϊκού δείγματος.

Ως σημαντικότερη απαραίτητη αλλαγή στη διευθυντική ομάδα προκρίνουν τη δημιουργία νέων ρόλων που θα ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες επιταγές της αγοράς, ενώ, την ίδια ώρα, εκτιμούν, με μεγάλη πλειοψηφία (91%), ότι αυτή θα πρέπει να επικεντρωθεί στον ψηφιακό μετασχηματισμό.