Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε πορεία μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που δημιούργησε η πανδημία, πορεία αναγκαία για τη συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και την καλλιέργεια θετικών προσδοκιών για τη μεσομακροπρόθεσμη δυναμική σε όρους πραγματικής μεγέθυνσης, επισημαίνει στο εβδομαδιαίο δελτίο της “7 Ημέρες Οικονομία” η Eurobank, με αφορμή τα μηνιαία στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού.

Όπως σημειώνει η Eurobank, σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο εκτέλεσης κρατικού προϋπολογισμού, τα καθαρά έσοδα κρατικού προϋπολογισμού στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου 2022 διαμορφώθηκαν στα €22,286 δισ. (σε τροποποιημένη ταμειακή βάση) παρουσιάζοντας υπέρβαση έναντι του στόχου κατά €1,886 δισ. ή 9,2%. Αντιθέτως, στην πλευρά των δαπανών καταγράφηκε υστέρηση έναντι του στόχου κατά €0,549 δισ. € ή 2,0% (€26,352 δισ. vs €26,901 δισ.).

Ως εκ τούτου, το ισοζύγιο κρατικού προϋπολογισμού, ήτοι η διαφορά ανάμεσα στα έσοδα και τις δαπάνες, διαμορφώθηκε σε έλλειμμα €4,066 δισ. έναντι του στόχου για έλλειμμα €6,500 δισ. Αντιστοίχως, το πρωτογενές έλλειμμα ήταν μικρότερο έναντι του στόχου κατά €2,426 δισ. (€1,487 δισ. vs €3,913 δισ.).

Τέλος, σε σύγκριση με το 5μηνο Ιανουαρίου-Μαΐου 2021, τα καθαρά έσοδα κρατικού προϋπολογισμού ήταν αυξημένα κατά €4,011 δισ. ή 18,0% και οι αντίστοιχες δαπάνες μειωμένες κατά €2,722 δισ. ή 10,3%, αντικατοπτρίζοντας σε έναν βαθμό την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, την απόσυρση πολλών από τα μέτρα στήριξης και την ενίσχυση του ΑΕΠ.

Η υπέρβαση των καθαρών εσόδων κρατικού προϋπολογισμού στο 5μηνο Ιανουαρίου- Μαΐου 2022 προήλθε κυρίως από την κατηγορία των φόρων. Αναλυτικά, τα έσοδα από φόρους ανήλθαν στα €20,613 δισ. (σε τροποποιημένη ταμειακή βάση) σημειώνοντας υπέρβαση έναντι του στόχου κατά €2,843 δισ. ή 16,0%.

Οι φόροι επί αγαθών και υπηρεσιών διαμορφώθηκαν πάνω από τον στόχο κατά €0,837 δισ. ή 7,5% (κυρίως λόγω του ΦΠΑ στα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες και δευτερευόντως στα πετρελαιοειδή και στα παράγωγα αυτών) και ακολούθησαν: οι τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας (€0,829 δισ. ή 146,5% λόγω της είσπραξης της πρώτης δόσης του ΕΝΦΙΑ τον Μάιο 2022 που είχε προβλεφθεί να εισπραχθεί τον Σεπτέμβριο 2022), ο φόρος εισοδήματος (€0,550 δισ. ή 11,5% κυρίως από τα φυσικά πρόσωπα και δευτερευόντως από τα νομικά πρόσωπα), λοιποί τρέχοντες φόροι (€0,397 δισ. ή 77,4% κυρίως λόγω των φόρων οχημάτων), λοιποί φόροι επί της παραγωγής (€0,144 δισ. ή 28,5%), φόροι και δασμοί επί εισαγωγών (€0,057 δισ. ή 49,6%) και φόροι κεφαλαίου (€0,027 δισ. ή 39,7%).  

Η υστέρηση των δαπανών κρατικού προϋπολογισμού στο 5μηνο Ιανουαρίου-Μαΐου 2022 προήλθε από τις κατηγορίες των πιστώσεων υπό κατανομή (πλην ΠΔΕ και ΤΑΑ) με υστέρηση €1,021 δισ., των αποκτήσεων παγίων περιουσιακών στοιχείων (€0,471 δισ.) και των δαπανών Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (€0,401 δισ.). Στην αντίθετη κατεύθυνση, ήτοι σημειώνοντας υπέρβαση έναντι του στόχου, κινήθηκαν οι κατηγορίες των δαπανών προγράμματος δημοσίων επενδύσεων (€0,780 δισ.), των μεταβιβάσεων (€0,401 δισ.) και των αγορών αγαθών και υπηρεσιών (€0,125 δισ.).

Βάσει των παραπάνω στοιχείων αποδεικνύεται ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε πορεία μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που δημιούργησε η πανδημία, πορεία αναγκαία για τη συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και την καλλιέργεια θετικών προσδοκιών για τη μεσομακροπρόθεσμη δυναμική σε όρους πραγματικής μεγέθυνσης.

Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης σε όρους ESA 2010 εκτιμάται σε έλλειμμα 4,3% και 1,0% του ΑΕΠ για τα έτη 2022 και 2023 αντίστοιχα (από έλλειμμα 7,4% του ΑΕΠ το 2021). Το αντίστοιχο πρωτογενές αποτέλεσμα, δηλαδή εξαιρώντας την πληρωμή των τόκων από τις δαπάνες, εκτιμάται σε έλλειμμα 1,9% του ΑΕΠ το 2022 και σε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ το 2023 (από έλλειμμα 5,0% του ΑΕΠ το 2021).

Τέλος, οι εκτιμήσεις για το δημόσιο χρέος τοποθετούνται στο 185,7% και 180,4% του ΑΕΠ για τα έτη 2022 και 2023 αντίστοιχα (από 193,3% του ΑΕΠ το 2021). Το προφίλ του δημόσιου χρέους (κεντρικής διοίκησης), μετά τις ρυθμίσεις του παρελθόντος, παραμένει ευνοϊκό, με τη μέση σταθμική διάρκεια στα 18,7 έτη το 2021 από 7,1 έτη το 2010, το ετήσιο μέσο σταθμικό επιτόκιο στο 1,57% το 2021 από 4,06% το 2010 και τον επίσημο τομέα να κατέχει το 77% του δημοσίου χρέους το 2021 από 16% το 2010.