Σε κρίσιμη καμπή βρίσκεται τώρα η Ελλάδα έχοντας βγει από το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής. Οι οικονομικές και χρηματοοικονομικές συνθήκες βελτιώνονται σταδιακά, οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν σε σημαντικό βαθμό διορθωθεί, η ανεργία αποκλιμακώνεται και η οικονομία ανακάμπτει σταδιακά.

Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από μελέτη με τίτλο «Διδάγματα από την ελληνική κρίση» της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank. Συγγραφείς της μελέτης είναι οι κ.κ. Νικόλαος Καραμούζης, πρόεδρος ΔΣ της Eurobank και της ΕΕΤ, και δρ Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της ΕΕΤ.

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, «η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει κρίσιμες οικονομικές προκλήσεις, κυρίως ως κληρονομιά της παρατεταμένης κρίσης. Η ανεργία εξακολουθεί να βρίσκεται στο 18%, η αύξηση του εισοδήματος και της παραγωγικότητας παραμένουν αργές, τα επίπεδα φτώχειας κυμαίνονται μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη, το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) στον τραπεζικό τομέα δρα ανασταλτικά στην οικονομική ανάκαμψη, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων δεν έχουν αρθεί πλήρως και η πρόσβαση στις αγορές, αν και βελτιούμενη, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες και υψηλό σχετικά κόστος.

»Η υπερφορολόγηση, η έλλειψη επενδύσεων, τα υψηλά ασφάλιστρα κινδύνου (risk premia), τα επιτόκια και το ενεργειακό κόστος αποτελούν επίσης ανασταλτικούς παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη».

Η Ελλάδα, σύμφωνα με τη μελέτη, «έχει τώρα την ευκαιρία – και την ευθύνη – να σχεδιάσει και να εφαρμόσει φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές και μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι απαραίτητες για την επίτευξη ισχυρότερης και διατηρήσιμης ανάπτυξης. Θα πρέπει να το πράξει, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική, οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ενισχύοντας την αξιοπιστία των οικονομικών πολιτικών και την εμπιστοσύνη των αγορών.

»Η ταχύτερη και πιο διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επούλωση των βαθιών πληγών που προκλήθηκαν από την κρίση: θα βελτιώσει τις προοπτικές αύξησης εισοδημάτων και πλούτου, θα ενδυναμώσει την κοινωνική συνοχή και θα αποκαταστήσει την οικονομική, χρηματοπιστωτική και κοινωνική ομαλότητα στη χώρα. Ταυτόχρονα, θα αναβαθμίσει τη θέση της Ελλάδας στις παγκόσμιες αγορές και την εικόνα της ως ένα αξιόπιστο κράτος στον ανεπτυγμένο κόσμο».

Αυτή η μελέτη στοχεύει να ρίξει φως σε μια σειρά από βασικά θέματα οικονομικής πολιτικής που αφορούν στην ελληνική κρίση. Από αυτά θα μπορούσαν να αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα και διδάγματα για την άσκηση της οικονομικής πολιτικής και την αποφυγή περιττών παλινδρομήσεων με οικονομικό και κοινωνικό κόστος στο μέλλον.

«Από την αρχή, δηλώνουμε με σαφήνεια την άποψή μας, ότι τα ελληνικά Προγράμματα Προσαρμογής – παρά τα λάθη– είχαν ένα εν συνόλω θετικό αποτέλεσμα για την ελληνική οικονομία. Οι περιοριστικές πολιτικές για τον έλεγχο των πρωτοφανών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των υπέρμετρων μισθολογικών αυξήσεων ήταν απαραίτητες, όπως και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν για τη δημιουργία μιας σύγχρονης και ανταγωνιστικής οικονομίας. Και τα δύο είναι προαπαιτούμενα συστατικά για την επίτευξη σταθερής, ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης μακροπρόθεσμα και δεν υπάρχουν άλλες μαγικές λύσεις για να αποφευχθεί αυτό» επισημαίνεται.

Επίσης, σημειώνεται ότι «η ελληνική οικονομία είναι σήμερα πιο ανοικτή και πιο ανταγωνιστική, οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν διορθωθεί, το κόστος εργασίας είναι υπό έλεγχο, οι αγορές είναι πιο αποδοτικές και οι εξαγωγικές και μεταποιητικές δραστηριότητες ανακάμπτουν.

»Ωστόσο, η θέση μας είναι ότι, εάν η ελληνική πολιτεία και κοινωνία ήταν εξαρχής προσανατολισμένη στο να βρει λύση στο πρόβλημα αντί να προσπαθήσει να το παρακάμψει, καθώς και με ένα διαφορετικό μείγμα οικονομικής πολιτικής, το κόστος της οικονομικής προσαρμογής θα μπορούσε να είναι μικρότερο και η διάρκεια της κρίσης συντομότερη, με ηπιότερες έτσι οικονομικές, χρηματοοικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις».