Έχοντας δεχθεί ισχυρό πλήγμα από την πανδημία και τη βαθιά ελληνική κρίση, οι ελληνικές ΜμΕ βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης προσφέρεται μια μοναδική ευκαιρία να καλύψουν το κενό ανταγωνιστικότητας έναντι μεγαλύτερων επιχειρήσεων και να συμβαδίσουν με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Το κρίσιμο ζητούμενο είναι να γίνει ορατός και να ακολουθηθεί ο βέλτιστος δρόμος ανάπτυξής τους.

Υπό αυτή την προοπτική, η έρευνα πεδίου της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εξετάζει τις αποκλίσεις ανταγωνιστικότητας μεταξύ μικρών και μεγάλων βιομηχανιών και διερευνά τους τομείς που πρέπει να εστιάσουν επιχειρήσεις, χρηματοδότες και κράτος ώστε να επιτευχθεί η αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων.

Όπως αναφέρει η έρευνα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτοφανές χτύπημα της πανδημίας προκάλεσε συρρίκνωση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ κατά 6,1% και του ελληνικού ΑΕΠ κατά 7,8% το 2020, ενώ οδήγησε σε πτώση πωλήσεων της τάξης του 13% στον ελληνικό επιχειρηματικό τομέα.

Στην παρούσα φάση, συνεπώς, οι επιχειρήσεις προσπαθούν να ανακάμψουν, με τις μικρότερες ελληνικές να το επιχειρούν έχοντας το βαρίδι της χαμηλής ανταγωνιστικότητας (τόσο έναντι μεγαλύτερων ελληνικών επιχειρήσεων, όσο και έναντι των ευρωπαϊκών μικρών επιχειρήσεων).

Συγκεκριμένα, οι ελληνικές μικρές επιχειρήσεις υστερούν τόσο σε παραγωγικότητα εργασίας (73% υστέρηση έναντι των μικρών ευρωπαϊκών, έναντι αντίστοιχης υστέρησης 34%  για τις μεγάλες) όσο και σε κεφαλαιακές επενδύσεις (33% υστέρηση από την ΕΕ για τις μικρές, έναντι υστέρησης 23% για τις μεγάλες). Παράλληλα δεν αξιοποιούν τις δυνατότητες που προσφέρουν οι συνεργασίες (με την Ελλάδα να κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά τη συμμετοχή επιχειρήσεων σε clusters).

Στοχεύοντας στην ανάδειξη των αιτιών που δημιουργούν αυτή την υστέρηση, η έρευνα της ΕΤΕ σε δείγμα 1500 βιομηχανιών εστίασε στην αξιολόγηση τριών κρίσιμων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών:

– Εξωστρέφεια: Οι μικρές επιχειρήσεις έχουν χαμηλότερα ποσοστά εξωστρέφειας (14% των πωλήσεων, έναντι 38% των πωλήσεων των μεγάλων), ενώ παράλληλα κατευθύνουν τα προϊόντα τους κυρίως σε αγορές Βαλκανίων και Ανατολικής Ευρώπης σε αντιδιαστολή με τις μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν καλύτερη πρόσβαση στις αναπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης όπου επιτυγχάνονται υψηλότερα περιθώρια κέρδους.

– Ψηφιοποίηση: Η τεχνολογία δεν εντάσσεται στη στρατηγική του 40% των μικρών επιχειρήσεων (έναντι μόλις 20% των μεγάλων), οι οποίες έτσι υστερούν σε χρήση ψηφιακών εργαλείων – ειδικά όσον αφορά εξειδικευμένα συστήματα εσωτερικής λειτουργίας που θα μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους (ERP, CRM, data analytics).

– Καινοτομία: Οι μικρές επιχειρήσεις αναπτύσσουν σε μικρότερο βαθμό νέα προϊόντα (31% έναντι 50% των μεγάλων), ενώ παράλληλα η χαμηλή αξιοποίηση συνεργασιών με πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα (περίπου 10% των μικρών επιχειρήσεων έναντι 25-30% των μεγάλων χρησιμοποιούν σχετικά κανάλια) δεν επιτρέπει να ξεκλειδώσουν δυνατότητες εξωγενούς καινοτομίας.

Έχοντας προσδιορίσει την πηγή υστέρησης για τις μικρές ελληνικές επιχειρήσεις στο τρίπτυχο Εξωστρέφεια-Ψηφιοποίηση-Καινοτομία, η έμφαση που δίνεται ακριβώς σε αυτούς τους τομείς από το Ταμείο Ανάκαμψης φιλοδοξεί να ενδυναμώσει την ευρωπαϊκή παραγωγική βάση.

Ειδικότερα,  οι ελληνικές ΜμΕ μπορούν να ωφεληθούν από την πρόσβαση σε ευνοϊκή δανειοδότηση και επιδοτήσεις, με το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων να δρα ενισχυτικά στο περιβάλλον που λειτουργούν οι ΜμΕ (πχ υποδομές, ψηφιοποίηση δημοσίου τομέα, εκπαίδευση), το 1/6 των επιδοτήσεων να κατευθύνεται άμεσα στον επιχειρηματικό τομέα και εξ’ αυτών τα 2/3 να τείνουν προς τις ΜμΕ. Μέσω των άνω πόρων προωθούνται επενδύσεις στους παραπάνω 3 κρίσιμους στρατηγικούς τομείς, ενώ ειδική έμφαση δίνεται στην αύξηση ανταγωνιστικότητας επιλεγμένων κλάδων (ειδικές δράσεις για τουρισμό, αγροδιατροφή, μεταποίηση) και δραστηριοτήτων (πράσινη ανάπτυξη). Παράλληλα, οι ΜμΕ αναμένεται να ενισχυθούν από τα προωθούμενα φορολογικά και λοιπά κίνητρα για μεγέθυνση επιχειρήσεων (μέσω οργανικής ανάπτυξης, συγχωνεύσεων και συνεργατικών σχημάτων για την αξιοποίηση οικονομιών κλίμακας).

Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης δρουν παράλληλα με τα διαχρονικά διαθέσιμα προγράμματα του ΕΣΠΑ (ουσιαστικά σχεδόν διπλασιάζοντας τους συνολικούς ευρωπαϊκούς πόρους για την επόμενη πενταετία), τα οποία εκτιμάται ότι θα αποκτήσουν συμπληρωματική δράση όσον αφορά την αναπτυξιακή στήριξη των ελληνικών ΜμΕ.

Συνοψίζοντας η ΕΤΕ αναφέρει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε την υπέρβαση δημιουργώντας το Ταμείο Ανάκαμψης ως μια αποτελεσματική αντίδραση στην πανδημία. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα κατάφερε να κερδίσει σημαντικό μερίδιο των διαθέσιμων πόρων (από τα υψηλότερα μερίδια επιδοτήσεων σαν ποσοστό του ΑΕΠ), προσφέροντας παράλληλα ουσιαστική προτεραιότητα στις ΜμΕ (με στοχευμένες προς αυτές δράσεις της τάξης του €1,5 δις να είναι μεταξύ των πρώτων που προωθούνται).

Η πρωτοβουλία πλέον περνάει σε μεγάλο βαθμό στις επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν την ιστορική αυτή ευκαιρία, επιδεικνύοντας τα κατάλληλα αντανακλαστικά ώστε να τολμήσουν, να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν τα στρατηγικά σχέδια που θα τις καταστήσουν ανταγωνιστικές την επόμενη μέρα.