Οι προσπάθειες της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους παρά τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις που παραμένουν, τονίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Ρολφ Στράουχ, σε άρθρο του.
Η Ελλάδα, σημειώνει, προχώρησε πολύ τη δεκαετία μετά την κρίση χρέους της, αποκαθιστώντας τα δημόσια οικονομικά, ανακτώντας την εμπιστοσύνη των αγορών, ενισχύοντας τον τραπεζικό τομέα και βελτιώνοντας την οικονομική ανταγωνιστικότητά της. «Αν και το οικονομικό βάρος της τρέχουσας πανδημίας αύξησε τα επίπεδα χρέους και τους μακροπρόθεσμους κινδύνους, δεν υφίσταται μία νέα κρίση χρέους».
Τόσο ο προϋπολογισμός όσο και το χρέος της Ελλάδας, προσθέτει ο Στράουχ, φαίνονται σήμερα να είναι άνετα διαχειρίσιμα τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, προσθέτει, το χρέος ρίχνει μία μεγάλη σκιά. «Τα μελλοντικά επιτόκια, η δημοσιονομική πίεση και μία αδύναμη ανάπτυξη μπορεί να οδηγήσουν σε ένα υψηλότερο βάρος εξυπηρέτησης του χρέους και μεγαλύτερες ανάγκες αναχρηματοδότησης.
»Η διατήρηση της δημοσιονομικής ισχύος και, πρώτα και κύρια, η προώθηση της ανάπτυξης είναι οι καλύτεροι τρόποι για να αντιμετωπίσει η Ελλάδα τις προκλήσεις αυτές».
Η Ελλάδα αναδύθηκε από την προηγούμενη κρίση χρέους πιο ανθεκτική, σημειώνει ο αξιωματούχος του ESM, καθώς υλοποίησε μία σειρά μεταρρυθμίσεων, όπως αυτές για τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης, την απλοποίηση των αδειοδοτήσεων, τη βελτίωση των διαδικασιών και τη διευκόλυνση του εμπορίου. «Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία ήταν διαρθρωτικά πιο ανθεκτική στην αρχή της πανδημίας σε σχέση με πριν από την προηγούμενη κρίση χρέους.
»Οι προηγούμενες προσπάθειες προσαρμογής, αν και ήταν αρκετά επώδυνες, επέτρεψαν στη χώρα να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της τρέχουσας κρίσης με αντίμετρα που ανέρχονται περίπου στο 9,4% και το 6,5% του ΑΕΠ το 2020 και το 2021, αντίστοιχα».
Ο Στράουχ εξηγεί γιατί έχει βελτιωθεί πολύ η διάρθρωση του ελληνικού χρέους. Αναφέρει ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στον ESM και τους πολύ ευνοϊκούς όρους των δανείων του στην Ελλάδα, που αντιστοιχούν στο 55% του χρέους της, καθώς και στον μακροπρόθεσμο ορίζοντά τους με μέση διάρκεια τα 31 χρόνια. Αναφέρεται ακόμη στη μακροχρόνια τάση μείωσης των επιτοκίων που οδηγεί σε πολύ ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης.
«Τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια έχουν μειώσει το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους τόσο ως ποσοστό των συνολικών δημόσιων δαπανών όσο και των φορολογικών εσόδων.
»Από πολλές απόψεις, πρόκειται για έναν νέο κόσμο αναλύσεων για τη βιωσιμότητα του χρέους», με το μέσο επιτόκιο του ελληνικού χρέους να έχει μειωθεί στο 1,5% το 2020 από 7,3% το 2000. «Η Ελλάδα κλειδώνει τα σημερινά χαμηλά επιτόκια με την περαιτέρω επέκταση της ωρίμανσης των ομολόγων της και μέσω ανταλλαγών επιτοκίων (interest rate swaps)» σημειώνει.
Αναφέρεται, επίσης, ο οικονομολόγος του ESM στην πρόσβαση της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγορών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και στο Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, από το οποίο η Ελλάδα θα λάβει ένα μεγάλο μερίδιο που αντιστοιχεί στο 17,8% του ΑΕΠ της.
Προσθέτει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών ακόμη και εν μέσω λιγότερο ευνοϊκών μακροπρόθεσμα χρηματοδοτικών συνθηκών.
Όταν η ΕΚΤ προσαρμόσει τη νομισματική πολιτική της και οι αγορές ομολόγων είναι λιγότερο διαθέσιμες, «το ρίσκο της χώρας θα έχει ξανά μεγαλύτερο ρόλο για το κόστος χρηματοδότησης. Τα επιτόκια θα αυξηθούν από τα σημερινά επίπεδά τους», σημειώνει και γι’ αυτό η Ελλάδα θα πρέπει να ανακτήσει τελικά «την ισχυρή δημοσιονομική θέση της και να δημιουργήσει δημοσιονομικά περιθώρια».
Ο Στράουχ σημειώνει σχετικά ότι, όταν η ανάκαμψη της οικονομίας απογειωθεί, η Ελλάδα πρέπει να επανέλθει «στον δημοσιονομικό στόχο που έχει συμφωνηθεί με τους εταίρους της στην Ευρωζώνη, εφόσον η δημοσιονομική προσαρμογή δεν παγιώνει τα οικονομικά σημάδια της πανδημίας».