Το εμπόριο φαίνεται να βρίσκεται σε φάση εγγενούς ρευστότητας. Η δημοσιονομική εξισορρόπηση και η ύφεση που ακολούθησε, επιτάχυναν τους επιμέρους μετασχηματισμούς στο λιανικό εμπόριο και ιδιαίτερα στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα προωθώντας επί της ουσίας μία «δημιουργική καταστροφή» από τα πάνω.
Ωστόσο αν θεωρήσουμε ότι βρισκόμαστε στην ολοκλήρωση αυτής της μεταλλαγής οι αντιφάσεις αντί να αμβλύνονται μοιάζουν να οξύνονται.
Με άλλα λόγια μοιάζει να εμπεδώνεται ένας ιδιότυπος διυσμός τόσο μεταξύ των μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων όσο και στο ίδιο το οικοσύστημα των μικρών επιχειρήσεων.
Αυτό σημείωσε ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας Γιώργος Καρανίκας στην παρουσίαση της 18ης ετήσιας έκθεσης του ελληνικού εμπορίου.
«Μεταβατική και κρίσιμη είναι αυτή η εποχή για το εμπόριο διότι αν και η πίτα παραμένει στα ίδια επίπεδα και διαφαίνεται μια θετική προδιάθεση ωστόσο φαίνεται να χάνεται από την αγορά μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και αναζητούνται τρόποι για να μικρύνει η ψαλίδα στην αγορά που μεγαλώνει υπέρ των μεγάλων» σημείωσε ο ίδιος.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης, η συνεισφορά του εμπορίου στο ΑΕΠ της χώρας διαμορφώνεται στο 11%, ενώ καταγράφηκε αύξηση του Γενικού Δείκτη Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) στο λιανικό εμπόριο κατά 2,1% και ενίσχυση του χονδρικού εμπορίου κατά 7,2%.
Το εμπόριο παραμένει ο σημαντικότερος εργοδότης της χώρας, απασχολώντας το 18% των εργαζομένων στη συνολική απασχόληση και το 21% στη μη αγροτική απασχόληση. Το 2018 δημιουργήθηκαν 6.200 νέες θέσεις εργασίας στον κλάδο, ενώ 1 στους 5 νέους κάτω των 25 ετών που εργάζεται στον μη αγροτικό τομέα απασχολείται στο εμπόριο.
Αναφορικά με τις ΑΕ και τις ΕΠΕ, καταγράφηκε αύξηση, για δεύτερο συνεχόμενο έτος, κατά 7,9% των πωλήσεών τους αλλά και αύξηση των συνολικών καθαρών κερδών κατά 8,5%.
Από την άλλη, σε σχέση με τις μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, σημαντικό στοιχείο αποτελεί η διαπίστωση πως το 25% των εμπορικών επιχειρήσεων ξεκίνησε τη λειτουργία τους κατά την τελευταία δεκαετία. Την ίδια στιγμή, το 56% των επιχειρήσεων εμφανίζει μείωση του κύκλου εργασιών, το 27% έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, ενώ επίσης 27% των επιχειρήσεων παρουσιάζει οφειλές προς τον ΕΦΚΑ, στοιχεία που παρουσιάζουν σταθερότητα σε σύγκριση με το αντίστοιχο πρώτο εξάμηνο του 2017.
Η Βάλια Αρανίτου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθύντρια του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχερήσερων ΕΣΕΕ, η οποία επιμελήθηκε και παρουσίασε την ετήσια έκθεση για το 2018, σημείωσε τα εξής:
– ένα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει είναι η άνιση κατανομή της (οριακής) μεγέθυνσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της αύξησης του κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο. Όπως διαφαίνεται, μια μικρή μερίδα μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες συχνά προέκυψαν από εξωτερική ανάπτυξη (συγχωνεύσεις και εξαγορές), κατορθώνει να απορροφά ένα μεγάλο τμήμα κυρίως της ανελαστικής (ενεργούς) ζήτησης (πχ σούπερ μαρκετ).
Δεν μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα εάν αυτή η εξέλιξη οφείλεται στις οικονομίες κλίμακας και στα πολλαπλασιαστικά οφέλη ή στις αλλαγές των προτύπων κατανάλωσης ή ακόμα και σε συνδυασμό των δύο. Στο πλαίσιο αυτής της ιδιότυπης ‘συγκεντροποίησης’ της αγοράς, οι μικρές επιχειρήσεις, που υπέστησαν το βάρος της ύφεσης, δεν μοιάζουν να συντάσσονται με τη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, αφού το 56% των επιχειρήσεων της πρωτογενούς έρευνας καταγράφει μείωση του κύκλου εργασιών τους.
Τα στοιχεία αυτά φαίνονται σε έναν βαθμό να ερμηνεύουν τις αποκλίσεις που παρουσιάζονται ανάμεσα στο Δείκτη Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και στα στοιχεία πολλών επιχειρήσεων. Μια σημαντική διαπίστωση της έρευνας είναι ότι παρότι λιγότερες επιχειρήσεις καταγράφουν αύξηση του κύκλου εργασιών, ο μέσος κύκλος εργασιών αυξάνεται ενώ μια μικρή μερίδα επιχειρήσεων εμφανίζει ισχυρή ανάκαμψη μεγεθύνοντας τον κύκλο εργασιών. Ουσιαστικά καταγράφεται μια συγκεντροποίηση του κύκλου εργασιών, η οποία διαφαίνεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και τεκμηριώνει την άνιση διάχυση των θετικών αποτελεσμάτων του κύκλου εργασιών.
– Ένα ακόμη συμπέρασμα που εξάγεται, είναι ότι το εμπόριο, ενώ παραμένει σταθερά ο μεγάλος εργοδότης της ελληνικής οικονομίας, αρχίζει να συγκεντρώνει σταδιακά υψηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης (15,7% στο εμπόριο έναντι του 10,5% στο σύνολο της οικονομίας), ανεξάρτητα από το μέγεθος της επιχείρησης. Μάλιστα, στις μικρές επιχειρήσεις το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 18,7% της συνολικής μισθωτής απασχόλησης.
Το στοιχείο αυτό φανερώνει αφενός την προσπάθεια προσαρμογής των μικρών επιχειρήσεων στις νέες συνθήκες -ανάπτυξη τουρισμού, μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, αλλαγές του θεσμικού πλαισίου- και αφετέρου την υιοθέτηση νέων πρακτικών, διαφορετικών από αυτές που μας είχαν συνηθίσει ως τώρα. Οι παρατηρήσεις αυτές σκιαγραφούν επίσης τη συμπίεση που υφίσταται ένας κλάδος που επενδύει παραδοσιακά στον άνθρωπο και στις δεξιότητες του.
– Ένα ακόμη εύρημα που εντοπίζεται είναι η διατήρηση της θετικής πορείας των ΑΕ – ΕΠΕ του εμπορίου. Οι πωλήσεις αυξάνονται για δεύτερο συνεχόμενο έτος (κατά +7,9%) με τα μικτά κέρδη να αυξάνονται με μικρότερο όμως ρυθμό λόγω της αύξησης του κόστους των πωληθέντων αγαθών (+8,8%).
Εντούτοις, η μεγέθυνση τόσο των πωλήσεων, όσο και η εξέλιξη του μεικτού κέρδους παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις εντός των επιμέρους κλάδων του λιανικού εμπορίου. Για παράδειγμα, ο κλάδος των τροφίμων, ποτών, καπνού παρουσιάζει σημαντική μεγέθυνση (+10,2%) σε αντίθεση με τον κλάδο της ένδυσης και υπόδησης όπου η αύξηση είναι σημαντικά μικρότερη (+3,6%).
Τέλος, ένα συμπέρασμα που συνδέει τα οικονομικά αποτελέσματα των ΑΕ και ΕΠΕ με εκείνα της πρωτογενούς έρευνας του ΙΝΕΜΥ είναι πως, οι περισσότερες δυναμικές επιχειρήσεις εντοπίζονται στο κλάδο των τροφίμων, ενώ την ίδια στιγμή ο παραδοσιακός κλάδος της ένδυσης και υπόδησης μοιάζει να βρίσκεται σε κόπωση.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως οι επιχειρήσεις της ένδυσης και υπόδησης καταγράφουν εξαιρετικά υψηλή συμμετοχή στην ομάδα των αγωνιστών (επιχειρήσεις που έχουν στάσιμο κύκλο εργασιών και καταγράφουν ληξιπρόθεσμα χρέη), ενδεικτικό των πολλαπλών πιέσεων που καταγράφονται στον κλάδο τα τελευταία χρόνια.
Ακόμη από τα στοιχεία προκύπτει ότι ποσοστό των εμπόρων άνω του 60% αγοράζουν τα προιόντα που πωλούν από την Ελλάδα ενώ έχει ενδιαφέρον ότι το 31% των μικρών χρησιμοποιεί ιδιόκτητο ακίνητο κι αυτό μπορεί να ερνημεύσει, εν μέρει, γιατί αντέχουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (λόγο αυταπασχόλησης και απουσίας ενοικίου).
Ακόμη η κυρία Αρανίτου σημείωσε ότι το 56% των επιχιερήσεων εμφανίζεται να πήγαν χειρότερατο 2018 αλλά είναι καλύτερο το νούμερο καθώς ήταν 62% το στοιχείο αυτό για το 2017.
Το φορολογικό είναι το μεγάλο πρόβλημα των επιχειρήσεων όλων των μεγεθών, η έλλειψη ρευστότητας και η μείωση της καταναλωτής δαπάνης.
Ο Γιώργος Αργείτης (ΙΝΕ – ΓΣΕΕ) συμμετείχε στο πάνελ στη εκδήλωσης της ΕΣΕΕ και σημείωσε, μεταξύ άλλων, στην τοποθέτησή του ότι αν έχει διασωθεί ο κλάδος μέσα στην κρίση είναι διότι η κατανάλωση είναι πάνω από το διαθέσιμο εισόδημα. Κι αυτό διότι φαίνεται ότι προτίμησαν οι καταναλωτές να διασφαλίσουν ένα επίπεδο κατανάλωσης διακόπτοντας αποπληρωμές δανείων και οφειλών ενώ πρόσθεσε ότι ο κλάδος του εμπορίου παράγει χαμηλής αμοιβής εργασίας υπονομεύοντας το μέλλον του.
Ο Νίκος Βέττας (ΙΟΒΕ) σχολιάσε: είναι λάθος να νομίζουμε ότι έχουμε γυρίσεις σε κανονικότητα. Η σημερινή έκθεση παρουσιάζεται σε μια συγκυρία που φαίνεται να έχει ξεκινήσει η ανάπτυξη. Αλλά η ανάκαμψη δεν έχει εκείνα τα δομικά χαρακτηριστικά που θα την οδηγήσουν σε σταθερή ανάπτυξη και στους λόγους ανέφερε ότι η στροφή προς τις εξαγωγές έγινε σε μικρό βαθμό και σχετικά αργά σε σχέση με άλλες χώρες που μπήκαν σε προγραμμα όπως εμείς, ενώ δεν υπήρξε αποτελεσματική μείωση της παραοικονομίας.
Επίσης το μέγεθος της επιχείρησης και η απασχόληση είναι ένα θέμα που θέλει ενδελεχή μελέτη ενώ σημείωσε την ανάγκη οι μικρές επιχειρ’ησεις να να διασυνδεθούν καθώς και να διασυνδεθεί το ψηφιακό και με το παραδοσιακό εμπόριο και το εμπόριο με τον τουρισμό..
“Για τις αμοιβές να σημειώσω ότι δεν μπορείς να δωσεις μεγαλύτερες αμοιβές από την παραγωγικότητα ενώ πανευρωπαϊκά οι δείκτες δείχνουν ότι η απασχόληση θα συρρικνωθεί και συμπερασματικά είμαι ανήσυχος διότι συνολικά έχουμε την τάση να παρερμηνευτουμε την ανάπτυξη καθώς όλο κια περισσότερα προσκόμματα εμφανίζονται και δεν είμαστε σε ένα κόσμο μόνοι μας ενώ δεν δεν έχουμε και άπειρο χρόνο στη διάθεσης μας” όπως είπε.
Ο Διονύσης Γράβαρης (ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ) είπε ότι ανάκαμψη δεν σημαίνει βιωσιμότητα. Η εικόνα της ελληνικής οικονομία και ειδικά το εμπόριο είναι σαν να έχει βγει από μάχη. Υπάρχουν διαρθρωτικά προβλήματα τα οποία δεν έχουμε λύσει και έχουν δημιουργηθεί και νέα, όπως ότι αυξήθηκε ο βαθμός συγκεντροποίησης και ίσως αυτό να αυξηθεί λόγω της ανόδου της ψηφιακής οικονομίας.
Τα ψηφιακά mall θα πρέπει να μας απασχολήσουν όπως και οι συνθήκες ανταγωνισμού και κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Στο μεταξύ με βάση την εικόνα των τοπικών αγορών, φαίνεται ότι η ζήτηση δεν κατανέμεται ισομερώς ούτε η αύξηση του εισοδήματος είναι ίδια σε όλα τα σημεία, και η εξωστρέφεια σε καθιστά πιο ευάλωτο στις διεθνείς συγκυρίες.
Επίσης σημείωσε ότι δεν είναι διαρθρωτικό πρόβλημα το ότι υπάρχουν πολύ μικρές επιχειρήσεις αλλά ο πολύ στενός επιχειρηματικός ορίζοντας που περιορίζεται σε επίπεδο γειτονιάς. Είναι οιωνεί τοπική απασχόληση, οιωνεί μεροκαματιάρηδες.
Επίσης είπε ότι οι επιχειρήσεις αυτές που άνοιξαν μέσα στην κρίση είναι πιο ανθεκτικές κι έχουν μεγαλύτερη αυτογνωσία και ανοίγουν από νέα παιδιά με αλλά χαρακτηριστικά επιχειρηματία. και το σημείο προσοχής είναι ότι πρέπει να υπάρχουν συνεργασίες.
ο Χρήστος Γεωργίου (ΣΒΒΕ), εστίασε στο ότι το 66,4% προϊόντων που χρησιμοποιεί το εμπόριο είναι από την Ελλάδα και πρέπει να βρεθούν τρόποι να αυξηθεί το ποσοτό αυτό και ο Ηλίας Κικίλιας (ΙΝΣΕΤΕ) τόνισε ότι πρέπει να μην θέτει το πολιτικό σύστημα προβλήματα.
Από την πορεία των χειμερινών εκπτώσεων, όπως σχολίασε στην παρουσίαση ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας κ. Καφφούνης φαίνεται ότι υπάρχει στασιμότητα κι αυτό θα πρέπει να προβληματίσει για τα επόμενα βήματα του εμπορίου.