Έρευνα από τη Θεσσαλονίκη αγοράζουν τα τελευταία χρόνια επιχειρηματικοί κολοσσοί παγκόσμιας εμβέλειας, όπως οι πετρελαϊκές BP, ExxonMobil και Total, οι αυτοκινητοβιομηχανίες Honda, Toyota και Fiat, το ενεργειακό γκρουπ Mitsubishi-Hitachi, η χημική βιομηχανία BASF κι ο τεχνολογικός γίγαντας Samsung. Ο λόγος που έχουν «ανακαλύψει» την πόλη βρίσκεται στα ανατολικά της και συγκεκριμένα στην οδό Χαριλάου-Θέρμης, όπου εδρεύει το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ).

Την τελευταία δεκαετία, το ΕΚΕΤΑ έχει υπογράψει περισσότερα από 1.000 συμβόλαια απευθείας βιομηχανικής έρευνας με ιδιωτικές επιχειρήσεις, κυρίως ξένες (σε ποσοστό άνω του 90%), με τη μεγαλύτερη ζήτηση να καταγράφεται στους τομείς της ενέργειας και των διεργασιών.

Με τα συνολικά του έσοδα από αυτά τα συμβόλαια να προσεγγίζουν τα 40 εκατ. ευρώ και το 90% των απαιτουμένων ετήσιων πόρων του να καλύπτεται από τα ανταγωνιστικά ερευνητικά έργα που αναλαμβάνει (το υπόλοιπο 10% καλύπτεται από τον τακτικό δημόσιο προϋπολογισμό), το ΕΚΕΤΑ -στους κόλπους του οποίου έχουν ιδρυθεί και 11 νεοφυείς επιχειρήσεις- συνεχίζει με δυναμισμό το ερευνητικό του έργο.

Μόνο που τώρα, στη διαμόρφωση του σχεδίου του για το 2020, θα πρέπει να μπει ως παράγοντας και η πανδημία Covid-19 του νέου κορωνοϊού. «Η κατάσταση για το 2019 ως προς τα απευθείας συμβόλαια βιομηχανικής έρευνας παρέμεινε σταθερή, ενώ για φέτος η αρνητική επίδραση της πανδημίας στην παγκόσμια οικονομία και την εξωστρέφεια των εταιρειών δημιουργεί προκλήσεις, που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε δημιουργικά αναζητώντας νέες ευκαιρίες, ώστε να μην υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις» επισημαίνει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΕΚΕΤΑ, δρ Αθανάσιος Κωνσταντόπουλος, Ιππότης του Εθνικού Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας, επισημαίνοντας ότι «για τον λόγο αυτό είναι ακόμα περισσότερο απαραίτητη τώρα η άρση νομοθετικών αγκυλώσεων των μνημονιακών χρόνων, που εμποδίζουν την ευέλικτη και αποτελεσματική λειτουργία των ερευνητικών κέντρων ιδιωτικού δικαίου, όπως το ΕΚΕΤΑ».

Στόχος για διπλασιασμό ερευνητών την επόμενη τριετία, αλλά και αδυναμία εφαρμογής πολιτικών brain gain για προσέλκυση ξένων ερευνητών

Στο ΕΚΕΤΑ, με βάση τις οργανικές θέσεις (αντίστοιχες των μελών ΔΕΠ στα ΑΕΙ), απασχολούνται σήμερα 59 ερευνητές και επτά νέες θέσεις βρίσκονται υπό κρίση. «Στόχος μας είναι να διπλασιάσουμε αυτό τον αριθμό στην επόμενη τριετία» υποστηρίζει ο δρ Κωνσταντόπουλος. Σημειώνει, ωστόσο, ότι, παρότι το ΕΚΕΤΑ δεν βίωσε σε μεγάλη κλίμακα φαινόμενα brain-drain των ερευνητών του, επηρεάζεται από την αδυναμία του να εφαρμόσει πολιτικές brain-gain και να προσελκύσει ερευνητές από το εξωτερικό.

Κι αυτό διότι η υπαγωγή του (όπως και των άλλων ερευνητικών κέντρων) στο πλαίσιο λειτουργίας των φορέων της γενικής κυβέρνησης δεν επιτρέπει την άσκηση ανεξάρτητης μισθολογικής πολιτικής. Παρ’ όλα αυτά, ο τρόπος που λειτουργεί προσελκύει, όπως προαναφέρθηκε, επιχειρήσεις-κολοσσούς στη Θεσσαλονίκη για την ανάθεση έργων βιομηχανικής έρευνας.

Ένας ενάρετος κύκλος, που ενώνει τη Θεσσαλονίκη με τις ξένες επιχειρήσεις

Η Θεσσαλονίκη δεν είναι από τα πιο «ορατά» σημεία στον παγκόσμιο χάρτη. Πώς την ανακαλύπτουν λοιπόν οι ξένες επιχειρήσεις; Με ποιον τρόπο μαθαίνουν για το ΕΚΕΤΑ; «Οι ξένες επιχειρήσεις» εξηγεί ο δρ Κωνσταντόπουλος «αρχικά προσεγγίζουν συγκεκριμένους ερευνητές, που λόγω της αριστείας τους και εμπειρίας τους διαθέτουν διεθνή αναγνώριση. Στη συνέχεια, η αξιοποίηση αυτού του εκτενούς δικτύου βιομηχανικών επαφών φέρνει νέες συνέργειες και συμβόλαια και έτσι δημιουργείται ένας “ενάρετος κύκλος”».

Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί η συμμετοχή ερευνητών του ΕΚΕΤΑ σε διεθνή συνέδρια αλλά και σε consortia ευρωπαϊκών έργων.

Η κρίση του 2009 «έπεισε» περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις για τη σημασία της έρευνας

Ποιο είναι το επίπεδο συνεργασίας με τις ελληνικές επιχειρήσεις; Κατά τον δρα Κωνσταντόπουλο, δεδομένων των συνθηκών, το επίπεδο συνεργασίας με τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι καλό. Έχει μάλιστα γίνει καλύτερο στα χρόνια της κρίσης, καθώς αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις αντιλήφθηκαν ότι πρέπει να αναπτύξουν πιο έντονα δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης.

Προσθέτει δε, πως τα όποια «κωλύματα», συνήθως προκύπτουν από την τάση να μεταφέρονται αποσπασματικά, εμπειρίες του εξωτερικού στις ελληνικές συνθήκες, κάτι που είναι κατά τη γνώμη του αντιπαραγωγικό. «Κατά τη γνώμη μου, το επίπεδο συνεργασίας είναι πάντα σε ισορροπία με τη γενικότερη τεχνολογική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας και η αλλαγή του δεν είναι στην ευχέρεια των επιχειρήσεων ή του ερευνητικού ιστού», επισημαίνει.

Η απώλεια ευελιξίας λόγω μνημονίων το σημαντικότερο πρόβλημα των ερευνητικών κέντρων

Ερωτηθείς ποια είναι σήμερα τα βασικά προσκόμματα στη λειτουργία των ερευνητικών κέντρων στην Ελλάδα, ο πρόεδρος του ΕΚΕΤΑ απαντά ότι το κυριότερο εμπόδιο είναι η πλήρης εξάλειψη της ευελιξίας που υπήρχε στα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, πριν υπαχθούν στα στενά όρια του δημόσιου λογιστικού, ως αποτέλεσμα των μνημονιακών νόμων.

Όπως λέει, στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας όλη η ερευνητική κοινότητα προσπαθούσε να εξηγήσει στην πολιτεία ότι τα ερευνητικά κέντρα δεν ήταν ούτε ΔΕΚΟ, ούτε νοσοκομεία, ούτε ΟΤΑ «ούτε κάποιο άλλο βιολογικό είδος του δημόσιου τομέα».

«Από τότε» υποστηρίζει «έχει αποδειχθεί διαχρονικά ότι η ελληνική πολιτεία μπορεί να διαχειριστεί μόνο με μονολιθικό και γραφειοκρατικό τρόπο τον χώρο των ερευνητικών κέντρων, ως αναπόσπαστο μέρος του “δημόσιου τομέα”. Δεν υπάρχει θέμα υιοθέτησης μοντέλου ή έμπνευσης από άλλη χώρα. Είμαστε “καταδικασμένοι” να εφεύρουμε τον τρόπο λειτουργίας για τη χώρα μας. Ευτυχώς, όμως, δεν χρειάζεται να εφεύρουμε πάλι τον τροχό, μπορούμε να δούμε πώς λειτουργούσε ο χώρος της έρευνας πριν τους μνημονιακούς νόμους (π.χ. το 2009).

»Ή αν αυτό μας φαίνεται “αναχρονιστικό”, να αφήσουμε κάθε ερευνητικό κέντρο αυτόνομα να ακολουθήσει το μοντέλο που είναι συμβατό με την αποστολή του, τις ιδιαίτερες συνθήκες και το “DNA” του, ως Νομικό Πρόσωπο Ειδικού Σκοπού, κάνοντας προγραμματικές συμφωνίες με τη πολιτεία, για το μέρος της δημόσιας επιχορήγησης που λαμβάνει και αποδεσμεύοντας το από το στενό πλαίσιο του δημόσιου τομέα, ώστε να διαχειρίζεται τα έσοδα του από τρίτες πηγές όπως κρίνει καλύτερα για την εξυπηρέτηση των ερευνητικών του αναγκών».

Ο πατριωτισμός των ερευνητών

Πώς βλέπει ο δρ Κωνσταντόπουλος τον ρόλο της έρευνας στην Ελλάδα τα επόμενα κρίσιμα χρόνια, ιδίως εν μέσω της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης; «Σήμερα, η οικονομική κρίση ενισχύεται από τις επιπτώσεις της πανδημίας, η οποία όμως απαιτεί σημαντική ερευνητική προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί. Ο πατριωτισμός των ερευνητών κράτησε και κρατάει ζωντανή την έρευνα στη χώρα.

Σήμερα, αυτό που θα έλεγα όμως είναι ότι άλλο είναι η επιβίωση της έρευνας και άλλο η ανάληψη πρωτοβουλιών επίλυσης κρίσεων, αξιοποίησης εξελίξεων (π.χ. 4η βιομηχανική επανάσταση) και δημιουργίας οικονομικών αποτελεσμάτων. Δεν μπορείς να κάνεις πάλι “μια από τα ίδια” επειδή η ερευνητική κοινότητα της χώρας επιβίωσε μέχρι τώρα, παρά τις αντιξοότητες. Κάποτε η θερμοδυναμική έρχεται και υπενθυμίζει σε όλους την πραγματικότητα, ακόμα και στους πολιτικούς» λέει.

Νέες συνεργασίες με ενεργειακούς κολοσσούς, χάρη στην έρευνα πάνω στα ηλιακά καύσιμα

Ο δρ Κωνσταντόπουλος έχει εργαστεί επί χρόνια πάνω στις τεχνολογίες υδρογόνου. Σε ποιο στάδιο βρισκόμαστε σήμερα ως προς την ανάπτυξή τους; Και σε μια εποχή που η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα είναι κρίσιμης σημασίας, ποια είναι τα κυριότερα προβλήματα ως προς την αξιοποίηση του το υδρογόνου σε μεγάλη κλίμακα;

«Το θέμα της βιώσιμης ενέργειας και απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα είναι προφανώς πολύ σύνθετο, όπως άλλωστε έδειξε και η πρόσφατη κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Η ερευνητική μας εργασία στα ηλιακά καύσιμα (μεταξύ των οποίων και το ηλιακό υδρογόνο), στα οποία έχουμε πλήθος διεθνών διακρίσεων, συνεχίζεται με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, που έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον διεθνών ενεργειακών κολοσσών, με τους οποίους έχουμε σε εξέλιξη νέες συνεργασίες, για αξιοποίηση σε μεγάλη κλίμακα» σημειώνει.

Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι όλο αυτό είναι συνάρτηση της κατάστασης της διεθνούς οικονομίας, κάτι που σήμερα, μετά και το ξέσπασμα της πανδημίας, είναι δύσκολο να προβλεφθεί.