Οι καταναλωτές έχουν γυρίσει την πλάτη στο ελαιόλαδο ή στην καλύτερη περίπτωση το χρησιμοποιούν με φειδώ και πολύ περιορισμένα. Οι υψηλές τιμές του προϊόντος και η υπερβολική αύξηση της τιμής έως και κατά 67% απομάκρυνε τους καταναλωτές, οδηγώντας τους σε φθηνότερα έλαια, όπως τα σπορέλαια, οι μαργαρίνες ακόμη και τα βούτυρα.

Τις δύο τελευταίες εμπορικές περιόδους η εκτόξευση των τιμών των ελαιολάδων οδήγησε ένα σημαντικό τμήμα της κατανάλωσης ελαιολάδου, μεταξύ 30 και 40%, να «μεταναστεύσει» σε ανταγωνιστικά σπορέλαια ή και να περιορίσει τις διάφορες χρήσεις στη μαζική αλλά και στην οικιακή εστίαση.  Με τιμές που ξεπέρασαν τα 16-18 ευρώ το λίτρο για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο δεν μπορούσε να αναμένει κανείς διαφορετική αντίδραση από τους καταναλωτές.

Το μεγάλο «στοίχημα» του ελαιολάδου είναι να επανακάμψει αυτή η κατανάλωση όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Διαφορετικά η ανισορροπία με το πλεόνασμα της προσφοράς θα τείνει να πιέζει πτωτικά τις τιμές παραγωγού. Αυτό όμως φαντάζει πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο για κάποια χρόνια.

Γι΄ αυτό λοιπόν η αποκλιμάκωση των τιμών στα ράφια των αλυσίδων λιανικής, όπως και οι δράσεις προώθησης της κατανάλωσης είναι ζωτικής σημασίας για την ισορροπία όλου του κλάδου και προς το συμφέρον και των ελαιοπαραγωγών.

Το ελαιόλαδο αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1,8% της παγκόσμιας παραγωγής και κατανάλωσης ελαίων και λιπών. Ως εκ τούτου, η συνεργασία μεταξύ όλων των ελαιοπαραγωγικών χωρών, των εμπλεκομένων της αλυσίδας αξίας και των επιστημόνων είναι ζωτικής σημασίας.

Πως μπορεί να λειτουργήσουν στην αγορά τα πολύ περιορισμένα αποθέματα

Τα μειωμένα αποθέματα τέλους της εμπορικής περιόδου 2023/24 αναμένεται να επαρκέσουν έστω και οριακά σαν «γέφυρα» για την απαρχή των φρέσκων ελαιολάδων της νέας εσοδείας χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις στις αγορές αλλά και επιβραδύνοντας το ρυθμό υποχώρησης των τιμών.