Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) άργησε περισσότερο από τις άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες να ξεκινήσει τον καθοδικό κύκλο των επιτοκίων, αλλά την Τετάρτη το έκανε με τρόπο ηχηρό.

Ανακοίνωσε μία μείωση 50 μονάδων βάσης (μισής ποσοστιαίας μονάδας), διπλάσια από τη συνήθη, ενώ οι αξιωματούχοι της προέβλεψαν ότι θα συνεχισθεί με γρήγορο ρυθμό η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.

Η μέση πρόβλεψη των στελεχών της Fed είναι ότι θα υπάρξει περαιτέρω μείωση των επιτοκίων κατά μισή μονάδα έως το τέλος του 2024 και επιπλέον μία μονάδα μέσα στο 2025. Αυτό, εφόσον επιβεβαιωνόταν, θα είχε ως συνέπεια το βασικό επιτόκιο της Fed να υποχωρήσει από 4,9% στο 4,4% τον Δεκέμβριο και στο 3,4% τον Δεκέμβριο του 2025.

Η δυναμική αυτή πορεία που προδιέγραψε η Fed θα επηρεάσει και τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία πιθανόν θα χρειαστεί να επισπεύσει τις μειώσεις των επιτοκίων. Και αυτό, επειδή μία ταχύτερη μείωση των αμερικανικών επιτοκίων θα οδηγούσε σε υποχώρηση της ισοτιμίας του δολαρίου έναντι του ευρώ και κατά συνέπεια σε αύξηση του εισαγόμενου πληθωρισμού στην Ευρωζώνη.

Η ΕΚΤ έχει ήδη μειώσει κατά μισή μονάδα το επιτόκιο καταθέσεων στο 3,5% από 4% τον Ιούνιο, αλλά δεν έχει δεσμευθεί στην ταχύτητα και το μέγεθος της περαιτέρω αποκλιμάκωσής του, με τις αποφάσεις, όπως σταθερά αναφέρει, να λαμβάνονται σε κάθε συνεδρίαση με βάση τα νεότερα οικονομικά στοιχεία για τον πληθωρισμό και γενικότερα την οικονομία.

Μετά τη συνεδρίαση της 12ης Σεπτεμβρίου, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είχε δηλώσει ότι τον Δεκέμβριο θα υπήρχαν πολλά νεότερα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτός ήταν ο πιο πιθανός χρόνος για μία νέα μείωση των επιτοκίων.

Πάντως, το ενδεχόμενο να υπάρξει νωρίτερα μείωση, στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου, δεν έχει αποκλεισθεί, όπως σημείωσε και ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, την Παρασκευή. Ενδεχομένως, μάλιστα, υπό το φως της απόφασης της Fed να έχει αυξηθεί η πιθανότητα να συμβεί αυτό, αν και θα πρέπει να συντρέξουν και άλλες προϋποθέσεις, όπως μία ταχύτερη από την αναμενόμενη μείωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη τον Σεπτέμβριο και ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών ή τα πρόδρομα στοιχεία για την οικονομική δραστηριότητα (δείκτης PMI) να δείχνουν μία σημαντική εξασθένιση της.

Ανεξάρτητα, πάντως, από το αν θα μειωθούν τα επιτόκια του ευρώ τον Οκτώβριο, η ΕΚΤ θα πιέζεται από τη Fed, εφόσον οι προβλέψεις της επιβεβαιωθούν, να κινηθεί σε πιο γρήγορες μειώσεις επιτοκίων από τον ρυθμό μίας μείωσης των 25 μ.β. κάθε τρίμηνο που έχει προχωρήσει έως σήμερα.

Καθοριστική, βέβαια, θα είναι εν προκειμένω η πορεία του πληθωρισμού και της οικονομίας και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στις ΗΠΑ, η οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται και η ανεργία έχει αυξηθεί κάπως, αλλά παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα (εκτιμάται στο 4,4% στο τέλος του 2024). H εκτίμηση για ομαλή προσγείωση της αμερικανικής οικονομίας, παρά το γεγονός ότι τα επιτόκια αυξήθηκαν πολύ και διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο διάστημα, είναι αυτή που επικρατεί ξεκάθαρα μεταξύ αναλυτών και οικονομολόγων. Παράλληλα, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σημαντικά, στο 2,5% σε ετήσια βάση τον Αύγουστο, γεγονός που ενίσχυσε δραστικά την εμπιστοσύνη της Fed ότι θα συνεχίσει να υποχωρεί προς το 2% που είναι ο στόχος της.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι προβλέψεις των στελεχών της Fed για την πορεία των επιτοκίων βασίζονται στις παραπάνω προσδοκίες. Αν αυτές δεν επιβεβαιωθούν, τότε προφανώς θα είναι διαφορετική και η πορεία αποκλιμάκωσής τους. Για παράδειγμα, αν ο πληθωρισμός μειωθεί χαμηλότερα από το 2% ή η ανεργία αυξηθεί σημαντικά, τότε τα επιτόκια θα μειωθούν ακόμη ταχύτερα, και αντίστροφα.

Αντίστοιχα ισχύουν και για τα επιτόκια της ΕΚΤ: όσο ταχύτερα μειώνεται ο πληθωρισμός ή επιβραδύνεται η οικονομία, τόσο γρηγορότερα θα μειώνονται τα επιτόκια. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη μειώθηκε στο 2,2% τον Αύγουστο, με την ΕΚΤ να προβλέπει ότι θα αυξηθεί λίγο στο δ’ τρίμηνο του 2024 για να υποχωρήσει στον στόχο του 2% στο β’ εξάμηνο του 2025. Η οικονομική ανάκαμψη παραμένει εύθραυστη, με το ΑΕΠ να αυξάνεται με τριμηνιαίο ρυθμό 0,2% στο β’ τρίμηνο, καθώς η γερμανική οικονομία κινείται μεταξύ στασιμότητας και ύφεσης.