Ένας στους δύο ενοικιαστές δυσκολεύεται ή αδυνατεί να πληρώσει το ενοίκιό του, και το 76,9%, αφού πληρώσει τα έξοδα σπιτιού, τα βγάζει πέρα ίσα-ίσα, κάνει περικοπές ή λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τρίτους. Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα που διεξήχθη για λογαριασμό του Ινστιτούτου για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή Eteron και η οποία αναδεικνύει το άγχος, την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα που διακατέχει τους ενοικιαστές στην Ελλάδα.
Η έρευνα, που διεξήχθη το χρονικό διάστημα 24 Μαΐου – 3 Ιουνίου 2022 από την εταιρεία aboutpeople σε δείγμα 1.007 ενοικιαστών, ηλικίας 18 ετών και άνω, σε όλη την Ελλάδα, ανέδειξε τα εξής:
– Το 42,3% των ερωτηθέντων έχει δει αυξήσεις στο ενοίκιο την τελευταία διετία, ενώ τα ενοίκια στην Αττική έχουν αυξηθεί περισσότερο σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ερωτηθέντες ως προς τη στέγαση είναι το ακριβό ρεύμα και λειτουργικά έξοδα (65,5%), το ακριβό ενοίκιο (34,8%), η δυσκολία εύρεσης κατοικίας για ενοικίαση (28,9%), η κακή κατάσταση της κατοικίας (26,4%) και η ανεπάρκεια θέρμανσης και ψύξης (21,9%).
– Το 47,8% των ενοικιαστών δήλωσε ότι δυσκολεύεται να πληρώσει το ενοίκιο. Επίσης, το 61,7% ανέφερε ότι έχει προχωρήσει σε περικοπές άλλων βασικών αναγκών και το 15,2% ότι για να καλύψει τις άλλες βασικές του ανάγκες λαμβάνει οικονομική βοήθεια ή δανείζεται από τρίτους.
– Τα στεγαστικά έξοδα για περίπου δύο στους τρεις καλύπτονται από την προσωπική τους εργασία, ενώ το 33,1% βασίζεται συστηματικά ή περιστασιακά σε οικογένεια/φίλους και το 12,3% σε επιδόματα και άλλες δημόσιες πολιτικές. Ένας στους πέντε λαμβάνει επίδομα ενοικίου.
– Οι λόγοι για τους οποίους η εύρεση οικονομικά προσιτού σπιτιού καθίσταται δύσκολη είναι αρκετοί. Οι κύριες αιτίες που αναφέρθηκαν στην έρευνα είναι η ακρίβεια (49%), η απουσία ελέγχου των τιμών και οι παράλογες απαιτήσεις του ιδιοκτήτη (45,3%), η μείωση των εισοδημάτων (40,5%), η αύξηση των βασικών παγίων στεγαστικών δαπανών (25,7%), οι βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb (24,1%), η ανεργία (21,8%) και η απουσία δημόσιας κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής (21,3%).
– Το ζήτημα της ενοικιαζόμενης στέγης δημιουργεί στους ενοικιαστές κυριότερα αδυναμία αποταμίευσης (49,1%), οικονομική δυσχέρεια (41%), δυσκολία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού (28,6%), ανάγκη εύρεσης δεύτερης δουλειάς (12,6%) και αναβολή δημιουργίας οικογένειας ή/και απόκτησης παιδιών (9,6%). Σε ερώτηση για τα συναισθήματα που τους δημιουργεί η σημερινή κατάσταση με τα ενοίκια, οι συμμετέχοντες ανέφεραν κυριότερα ανασφάλεια (28,7%), άγχος (21,9%) και αγανάκτηση (17,9%).
– Τρεις στους τέσσερις θέλουν να αποκτήσουν δικό τους σπίτι. Οι μισοί από αυτούς πιστεύουν ότι θα τα καταφέρουν, το 22,5% λαμβάνοντας κάποιο δάνειο, το 15,8% με κληρονομιά και το 8,4% χωρίς να χρειαστεί να δανειστεί. Περισσότερο αισιόδοξες είναι οι νέες ηλικίες.
– Οι ερωτηθέντες θεωρούν βασικούς υπεύθυνους για το στεγαστικό πρόβλημα την κυβέρνηση (57,1%) και τους ιδιοκτήτες (50,2%). Σε μικρότερα ποσοστά ακολουθούν τα πολιτικά κόμματα, οι επενδυτές, οι προηγούμενες γενιές, οι μετανάστες, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι τουρίστες.
– Τέλος, σχετικά με τα μέτρα με τα οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί το στεγαστικό πρόβλημα στο ενοίκιο, οι συμμετέχοντες απάντησαν την αύξηση μισθών και δημιουργία θέσεων εργασίας (56,5%), το πλαφόν στα ενοίκια (53,3%), τα φορολογικά και άλλα κίνητρα στους ιδιοκτήτες προκειμένου να διαθέσουν τις ιδιοκτησίες τους σε προσιτές τιμές (37,9%), το επίδομα ενοικίου (33,2%), τις πολιτικές για κοινωνική κατοικία (23,8%), τη ρύθμιση της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων (19,7%) και την αξιοποίηση των κενών κτηρίων του Δημοσίου (19,2%).
Αναδεικνύοντας καλές πρακτικές που εφαρμόζονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το Ινστιτούτο Eteron αναφέρεται στον έλεγχο και στη ρύθμιση των ενοικίων στη Βαρκελώνη και στην Ολλανδία, στη ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων στην Αυστρία, στις υπηρεσίες διαμεσολάβησης μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών και στα κίνητρα στους ιδιοκτήτες και στους επενδυτές στη Γαλλία και στη δημιουργία ενώσεων ενοικιαστών στη Γερμανία.
Το Ινστιτούτο Eteron επισημαίνει ότι απαιτείται συγκροτημένη και αποφασιστική δημόσια παρέμβαση και θεσμική ρύθμιση για τη συγκράτηση των τιμών των ενοικίων σε χαμηλά επίπεδα και την εξασφάλιση πρόσβασης για όλους σε οικονομικά προσιτή ενοικιαζόμενη στέγη.
Η δημόσια παρέμβαση, προσθέτει, δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται σε μέτρα έκτακτης ανάγκης και για συγκεκριμένες μόνο ομάδες του πληθυσμού, δηλαδή τις πιο ακραία αποστερημένες. Χρειάζεται μια συστηματική πολιτική υποστήριξης, με το βλέμμα στραμμένο σε ευρύτατες πληθυσμιακές ομάδες.
Ο διευθυντής του Eteron, Γαβριήλ Σακελλαρίδης, κατά τη διάρκεια σχετικής συνέντευξης Tύπου χαρακτήρισε το ζήτημα της στέγης και ειδικότερα των ενοικίων «ένα σημαντικό αγκάθι στην κοινωνία». «Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια “βουβή κρίση” που μπορεί να μην εκφράζεται με όρους εξωστρέφειας, όμως απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τα νοικοκυριά, γίνεται αντικείμενο συζήτησης σε οικογένειες και παρέες και καθορίζει τόσο τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς όσο και τη συναισθηματική κατάσταση όλων μας», επισήμανε και πρόσθεσε:
«Έχει φτάσει πια η στιγμή το ζήτημα της στέγασης και των ενοικίων να έρθει στο προσκήνιο με όρους δημόσιας πολιτικής και η πολιτεία να σταματήσει το στρουθοκαμηλισμό».
Μεταξύ άλλων, το Ινστιτούτο Eteron προτείνει την επιδότηση ενοικίου σε μεγαλύτερο φάσμα δικαιούχων και στεγαστικών δαπανών, τον έλεγχο και ρύθμιση ενοικίου ως άμεση παρέμβαση για τη συγκράτηση των τιμών, τη ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και τον έλεγχο των επενδύσεων προκειμένου να περιοριστούν οι γρήγορες και ευκαιριακές επενδύσεις.
Επίσης, την υποστήριξη της κοινωνικής και οικονομικά προσιτής κατοικίας, μέσω ενός φορέα υποστηριζόμενης στέγης ή/και ενός φορέα διαμεσολάβησης, και την υιοθέτηση κινήτρων προς τους ιδιοκτήτες ακινήτων, ενώ υπογραμμίζει τη θετική εμπειρία του προγράμματος στέγασης αιτούντων άσυλο ESTIA. Τέλος, προτείνεται η εκ νέου κατασκευή κοινωνικών και οικονομικά προσιτών κατοικιών.