Οκτώ στους 10 ανησυχούν για το κόστος ενέργειας και πρώτων υλών, 5 στους 10 ανησυχούν για την πορεία της οικονομίας και 7 στους 10 διατηρούν ή και ενισχύουν τις επενδύσεις τους στην Ελλάδα.

Αυτά προκύπτουν από το τελευταίο AHK World Business Outlook, που πραγματοποιήθηκε φέτος τον Ιούνιο από την Κεντρική Ένωση Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK).

Όπως αναφέρει, αναλυτικά, το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο σε σημερινή ανακοίνωσή του:

Το ζήτημα του υψηλού κόστους ενέργειας και πρώτων υλών αναδεικνύουν οι 8 στις 10 γερμανικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα ως τη μεγαλύτερη απειλή για την αγορά από τον πόλεμο στην Ουκρανία, με τις 5 στις 10 να προβληματίζονται για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, συνεπεία της γεωπολιτικής κρίσης.

Τα ανωτέρω προκύπτουν από το τελευταίο AHK World Business Outlook, που πραγματοποιήθηκε φέτος τον Ιούνιο από την Κεντρική Ένωση Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK) στο οποίο, ωστόσο, καταγράφεται εκτός από την ανησυχία των επιχειρήσεων-μελών του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, η πρόθεση των 7 στις 10 είτε να διατηρήσουν είτε και να αυξήσουν τις επενδύσεις τους στην Ελλάδα.

    Ειδικότερα, το 94% των στελεχών, που συμμετείχαν στην έρευνα, χαρακτήρισαν την κατάσταση των εταιρειών τους από σταθερή έως αναπτυσσόμενη, το 73% εξέφρασαν την αισιοδοξία τους ότι το επόμενο 12μηνο θα κυλήσει θετικότερα, το 28% δήλωσαν την πρόθεσή τους να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους και το 41% να τις διατηρήσουν σταθερές, ενώ το 22% εκδήλωσαν την πρόσθεσή τους να προβούν σε προσλήψεις κατά τους επόμενους 12 μήνες.

Ωστόσο, το 48% των ερωτώμενων τοποθετήθηκαν αρνητικά για την πορεία της οικονομίας σε βάθος ενός έτους.

    Σε ό,τι αφορά τους μεγαλύτερους κινδύνους για την οικονομία, το 69,6% ανέφερε το ενεργειακό κόστος, το 59,4% το κόστος των πρώτων υλών, το 40,4% τη ζήτηση, το 36,5% την έλλειψη εξειδικευμένων εργαζόμενων και το 28,8% τις συνθήκες πλαισίου οικονομικής πολιτικής.

    Απαντώντας στην ερώτηση, ποιες είναι οι βραχυπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες της ρωσικής εισβολής για τις επιχειρήσεις, το 82,6% ανέφεραν το υψηλότερο κόστος ενέργειας και πρώτων υλών, το 62,3% επισήμαναν τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, το 40,5% σχολίασαν τις ελλείψεις πρώτων υλών, αντίστοιχο ήταν το ποσοστό όσων αναφέρθηκαν στη μείωση των εισερχόμενων παραγγελιών και το 27,5% έθεσαν θέμα μείωσης ή και διακοπής της παραγωγής.

    Ως μακροπρόθεσμες αλλαγές στον διεθνή καταμερισμό δραστηριοτήτων, το 36,8% σχολίασε την κρατική παρέμβαση στις αλυσίδες εφοδιασμού (πχ μέσω νομοθεσίας, εμπορικών φραγμών), το 35,3% ανέφεραν την αλλαγή της εκτίμησης κινδύνου των τοποθεσιών, το 32,4% τον τερματισμό ή περιορισμό επιχειρηματικών σχέσεων σε κάποιες περιοχές, το 27,9% την αλλαγή των διαδρομών μεταφοράς και με αντίστοιχα ποσοστά επισήμαναν την αύξηση του προστατευτισμού και την αυξημένη διαφοροποίηση των προμηθευτών.

    Στο μεταξύ, το ζήτημα των τιμών ενέργειας καταγράφηκε ως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις επιχειρήσεις και από τους συμμετέχοντες από άλλες εθνικές αγορές στην έρευνα, που διενήργησε το DIHK. Ειδικότερα, σχετικές αναφορές έγιναν από την Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Βουλγαρία, στην Ισπανία αναφέρθηκε το κόστος των πρώτων υλών και στην Τουρκία ως μεγαλύτερος κίνδυνος σημειώθηκε η συναλλαγματική ισοτιμία. Τέλος, σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία και από τις έξι εθνικές αγορές, ως σοβαρότερη απειλή επισημάνθηκε το ζήτημα του υψηλού κόστους ενέργειας και πρώτων υλών.