Η πανδημία του κορωνοϊού έχει εντείνει τις ευπάθειες των χρηματοπιστωτικών συστημάτων, διευρύνοντας τον κίνδυνο ενδεχόμενων οικονομικών κρίσεων, καθώς τα επίπεδα του χρέους αυξάνονται και οι τράπεζες κλυδωνίζονται, προειδοποίησε την Τρίτη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Όπως επισημαίνει η ΕΚΤ, καθώς η οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται να “βυθιστεί” κατά 10% το τρέχον έτος, οι κυβερνήσεις των χωρών μελών έχουν αναλάβει σειρά δράσεων προκειμένου να περιορίσουν τη ζημιά, ωστόσο το τίμημα θα έρθει σε βάθος χρόνου και ορισμένες χώρες ενδεχομένως να δυσκολευτούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους, αυξάνοντας τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν το μπλοκ.
Επιπλέον, οι υπερχρεωμένες επιχειρήσεις μπορεί να μην τα καταφέρουν, ενώ η εξαιρετικά χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών και ο αυξανόμενος κίνδυνος διόρθωσης των αγορών ακινήτων συνθέτουν επίσης ένα “εκρηκτικό μείγμα”, επισημαίνει στην εξαμηνιαία έκθεση χρηματοοικονομικής σταθερότητας η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
«Παρότι τα ποσοστά των κρουσμάτων υποχωρούν σε πολλές χώρες, ο αντίκτυπος (σ.σ. της πανδημίας) στην οικονομία και στις αγορές έχει γίνει αισθητός και έχει διευρύνει τις υφιστάμενες ευπάθειες για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωζώνης», αναφέρει στην έκθεσή της.
Το συνολικό επίπεδο δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης θα μπορούσε να υπερβεί το 100% του ΑΕΠ το τρέχον έτος, ξεπερνώντας κατά πολύ τα επίπεδα που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, ενώ θα μπορούσε να αγγίξει το 160% στην Ιταλία, για την οποία ήδη αυξάνονται τα “στοιχήματα” ότι θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.
Η ΕΚΤ μάλιστα προσθέτει ότι «εάν τα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο αποδειχθούν ανεπαρκή για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους, η εκτίμηση της αγοράς για τον κίνδυνο αναδιάρθρωσης ενδεχομένως να αυξηθεί περαιτέρω».
Οι υψηλότερες αποδόσεις χρέους στα ευάλωτα κράτη της Ευρωζώνης θα μπορούσαν τότε να πλήξουν τον ιδιωτικό τομέα και τις τράπεζες που αντιμετωπίζουν ήδη σημαντικές απώλειες.
Σε πρώτη φάση ο κίνδυνος που εγκυμονεί είναι να υπάρξει μια σειρά υποβαθμίσεων στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις εταιρειών, γεγονός που θα μπορούσε να περιορίσει την πρόσβαση της πραγματικής οικονομίας σε χρηματοδότηση.
Οι υποβαθμίσεις σε μη επενδυτική βαθμίδα είναι αναπόφευκτες, γεγονός που θα οδηγήσει κατά συνέπεια ορισμένους επενδυτές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία ή τις ασφαλιστικές εταιρείες, να εκποιήσουν τις συμμετοχές τους. Ωστόσο, η αγορά χρέους υψηλής απόδοσης είναι σχετικά μικρή, οπότε αυτό θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα sell-off στα ομόλογα, σημειώνει η ΕΚΤ.
Σημειώνεται ότι επί του παρόντος η ΕΚΤ αγοράζει μόνο χρέος που κατατάσσεται σε επενδυτική βαθμίδα, αν και εξετάζει το ενδεχόμενο αγοράς εταιρικών ομολόγων που έχουν υποβαθμιστεί σε “σκουπίδια” κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης.