Μετά από δύο διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιβράδυνε τον ρυθμό αύξησής τους, ανακοινώνοντας μετά το πέρας της σημερινής συνεδρίασης (τελευταίας για το 2022) αύξηση της τάξεως των 50 μονάδων βάσεως.

Η ΕΚΤ έτσι αφενός ακολούθησε το χθεσινό παράδειγμα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ η οποία ανακοίνωσε επίσης επιτοκιακή αύξηση 0,50% διαμορφώνοντας το βασικό της επιτόκιο στο εύρος του 4,25%-4,50%, αφετέρου δεν επιφύλασσε κάποια έκπληξη, καθώς οι χρηματαγορές είχαν προεξοφλήσει το εύρος που ανακοινώθηκε σήμερα.

Έτσι μετά τη σημερινή απόφαση, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων διαμορφώνεται στο 2% από 1,50%, αυτό των πράξεων κύριας χρηματοδότησης στο 2,50% και της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 2,75%. Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση, η ΕΚΤ θα προχωρήσει με περαιτέρω αυξήσεις καθώς αναθεωρούνται ανοδικά οι προοπτικές για τον πληθωρισμό.

«Ειδικότερα, το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει ότι τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά με σταθερό ρυθμό για να φτάσουν σε επίπεδα που είναι αρκετά περιοριστικά ώστε να διασφαλιστεί η έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%», αναφέρει η ανακοίνωση. Πλέον η ΕΚΤ αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλότερα του στόχου της στο 2%, καθώς πλέον αναμένει ότι φέτος θα κλείσει στο 8,4%, το 2023 στο 6,3%, το 2024 στο 3,4% και ένα χρόνο αργότερα το 2025 στο 2,3%.

Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ στις προηγούμενες δύο συνεδριάσεις είχε αυξήσει τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης, με τη Fed να είχε προχωρήσει σε επιτοκιακές αυξήσεις αυτού του εύρους τέσσερις συναπτές φορές. Πλέον με τις δύο μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες στον κόσμο να αφήνουν τις επιθετικές αυξήσεις είναι πολύ πιθανό να έχει κλείσει ο κύκλος της επιθετικής σύσφιγξης των νομισματικών πολιτικών και να έχει ανοίξει αυτός της επιβράδυνσης του ρυθμού αυξήσεων των επιτοκίων.

Οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο συντεταγμένα έχουν επιδοθεί σε σύσφιγξη της νομισματικής τους πολιτικής, καθώς ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός τις αναγκάζει να αποσύρουν την υπερχαλαρή νομισματική πολιτική που υιοθέτησαν προκειμένου να προστατέψουν τις οικονομίες από τη πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής κατέληξαν και στον οριστικό ρυθμό συρρίκνωσης των επανεπενδύσεων των ομολόγων τα οποία διακρατεί η ΕΚΤ και φθάνουν στη λήξη τους. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, έως τα τέλη του ερχόμενου Φεβρουαρίου η ΕΚΤ θα επανεπενδύει τα ομόλογα που έχουν αγορασθεί στο πλαίσιο του προγράμματος ΑΡΡ.

Στη συνέχεια ο ρυθμός των επανεπενδύσεων θα μειωθεί «με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό. Η μείωση θα ανέλθει στα 15 δισ. ευρώ το μήνα κατά μέσο όρο μέχρι το τέλος του β΄τριμήνου του 2023 και ο μετέπειτα ρυθμός θα καθοριστεί με την πάροδο του χρόνου».

Η οικονομία της Ευρωζώνης και απότομη επιβράδυνση

Απότομη επβράδυνση αναμένουν οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ ότι θα σημειώσει η οικονομία της Ευρωζώνης το 2023, καθώς από το φετινό 3,4% θα τρέξει με ρυθμό μόλις 0,5% του χρόνου. Η ΕΚΤ προειδοποιεί για συρρίκνωση της οικονομίας το τρίμηνο που διανύουμε και το α΄ τρίμηνο του 2023, ωστόσο όπως επισημαίνεται θα είναι ήπια και μικρής διάρκειας.

«Η οικονομία της ζώνης του ευρώ μπορεί να συρρικνωθεί το τρέχον τρίμηνο και το επόμενο τρίμηνο, λόγω της ενεργειακής κρίσης, της υψηλής αβεβαιότητας, της εξασθένησης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης.

Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, η ύφεση θα είναι σχετικά βραχύβια και ήπια. Ωστόσο, η ανάπτυξη αναμένεται να είναι υποτονική το επόμενο έτος και έχει αναθεωρηθεί σημαντικά προς τα κάτω σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις.

Πέραν του βραχυπρόθεσμου ορίζοντα, η ανάπτυξη αναμένεται, βάσει των προβλέψεων, να ανακάμψει καθώς οι τρέχοντες αντίρροποι παράγοντες θα εξασθενούν. Συνολικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, η οικονομία θα αναπτυχθεί πλέον με ρυθμό 3,4% το 2022, 0,5% το 2023, 1,9% το 2024 και 1,8% το 2025», αναφέρει η ανακοίνωση.