Παρά την πρόοδο που έχουν κάνει οι ελληνικές τράπεζες στη μείωση των κόκκινων δανείων, δεν επιτρέπεται εφησυχασμός, καθώς από τις πρώτες ενδείξεις φαίνεται ότι έχουμε νέες ροές μη εξυπηρετούμενων δανείων και αύξηση των ρυθμισμένων δανείων. Την προειδοποίηση αυτή απηύθυνε η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Χριστίνα Παπακωνσταντίνου μιλώντας την Τρίτη στο 4th NPL Summit.
Η κ. Παπακωνσταντίνου επισήμανε πως η μέχρι τώρα εμπειρία από την εφαρμογή της νέας πτωχευτικής νομοθεσίας είναι θετική αλλά όχι ικανοποιητική. Βέβαια, η πανδημία δημιούργησε δυσλειτουργίες σε κάποιους μηχανισμούς.
Από εδώ και πέρα, είναι ύψιστης σημασίας το να χρησιμοποιηθούν από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη τα εργαλεία του νόμου και να στηριχθούν οι οφειλέτες που έχουν προοπτικές βιωσιμότητας, ώστε να καταστούν στο μέλλον ενήμεροι, συμβάλλοντας έτσι τόσο στη βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, όσο και στη συνολική προσπάθεια αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αναφερόμενη στις εξελίξεις στη λεγόμενη δευτερογενή αγορά δανείων, η κ. Παπακωνσταντίνου ανέφερε ότι υπό προϋποθέσεις η συγκεκριμένη αγορά θα προσελκύσει το ενδιαφέρον νέων επενδυτών.
Επιπλέον, επέκταση αναμένεται και στην αγορά της ακίνητης περιουσίας, με το ενδιαφέρον να στρέφεται σε συναλλαγές δανείων με εξασφαλίσεις κατοικιών από εξειδικευμένες εταιρείες.
Σήμερα στην ελληνική δευτερογενή αγορά κόκκινων δανείων δραστηριοποιούνται 23 Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο βαθμός δραστηριοποίησης των υφιστάμενων εταιρειών διαφοροποιείται σημαντικά. Ειδικότερα, ο κλάδος εμφανίζει σημαντική συγκέντρωση, με μόλις τις τρεις από αυτές να κατέχουν περίπου 80% του μεριδίου της αγοράς, με βάση τη συνολική αξία των υπό διαχείριση ανοιγμάτων [123 δισ. ευρώ στο τέλος 2021].
Με βάση τις εκτιμήσεις των επιχειρηματικών πλάνων για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα, αναμένεται το μεγαλύτερο τμήμα των εισπράξεων, σχεδόν 60%, να προέλθει από διενέργεια ρυθμίσεων, και το υπόλοιπο να προέλθει κυρίως από ρευστοποιήσεις και εύρεση συναινετικής λύσης [36%], ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό [5,5%] θα αφορά απλές εισπράξεις.