Η Ελλάδα έχει κάνει βήματα για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικότερης και πιο δυναμικής οικονομίας αναγνωρίζει η απολογιστική έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σημειώνοντας, όμως, ότι η χώρα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων με στόχο τη διατήρηση της γενικότερης δημοσιονομικής ισορροπίας αλλά και την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η ανάπτυξη θα βρίσκεται στο 1,8% για το 2019, ενώ θα ανέβει στο 2,3% το 2020

Η έκθεση αποδίδει αυτή την επιτάχυνση στη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και τις υψηλότερες ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες θα διευκολυνθούν από την εισροή ξένων κεφαλαίων.

Παρόλα όμως αυτά, αναγνωρίζει ότι οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις και η χαμηλή παραγωγικότητα σε συνδυασμό με ορισμένες «κληρονομιές» της κρίσης θα συνεχίσουν να αποτελούν πάγιες προκλήσεις που θα επηρεάζουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ανάπτυξης.

Όπως αναφέρεται, «η νέα κυβέρνηση ορθώς δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη, αλλά αντιμετωπίζει μια δύσκολη μάχη.

Οι προοπτικές ανάπτυξης επηρεάζονται από κληρονομιές του παρελθόντος (υψηλό δημόσιο χρέος, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπερχρεωμένους δανειολήπτες), χαμηλή παραγωγικότητα, έλλειψη επενδύσεων, ασθενής κουλτούρα πληρωμών και δυσμενή δημογραφικά στοιχεία»

Αναφορικά με τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους, το Ταμείο επισημαίνει τον αυξανόμενο εμπορικό προστατευτισμό, την ασθενέστερη παγκόσμια ανάπτυξη, τα εμπόδια που τίθενται στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και στην περαιτέρω επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών.

Σχετικά με τη πορεία βιωσιμότητας του χρέους, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί μέσα στην επόμενη δεκαετία. Μάλιστα σημειώνει ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης των μεσοπρόθεσμων προοπτικών αν οι κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις αποδώσουν ταχύτερα καρπούς και οι αγορές αντιδράσουν θετικά σε αυτή την εξέλιξη.

Ωστόσο, το Ταμείο εκτιμά ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους δεν διασφαλίζεται βάσει «ρεαλιστικών μακροοικονομικών δημοσιονομικών παραδοχών», καθώς το ΔΝΤ πιστεύει ότι υπάρχει υπερεκτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.

«Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την πολιτική της εντολή και να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα, μέσω του καθαρισμού των ισολογισμών των τραπεζών, τη βελτίωση της φορολογικής πολιτικής, την απλούστευση της χορήγησης αδειών για τις επιχειρήσεις, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Ένα βασικό ερώτημα είναι κατά πόσον οι αρχές μπορούν να ξεπεράσουν τα μακροχρόνια κατεστημένα συμφέροντα που παραδοσιακά εμπόδιζαν τις μεταρρυθμίσεις», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.

Εξυγίανση Τραπεζών

Χαρακτηρίζοντας «ύψιστη προτεραιότητα» την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, το ΔΝΤ σημειώνει ότι «οι αδύναμες τράπεζες εμποδίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης και δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Οι στόχοι της κυβέρνησης για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και το πρόγραμμα “Ηρακλής” θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική υποστήριξη. Ωστόσο, χρειάζεται μια πιο ολοκληρωμένη, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών».

Μείγμα της Δημοσιονομικής Πολιτικής

Το ΔΝΤ αναφέρει ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα ισορροπημένο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο θα ενισχύει την ανάπτυξη και θα διατηρεί συγχρόνως ένα κοινωνικό πρόσημο. Όπως σημειώνεται, «τα σχέδια για τη μείωση των άμεσων φορολογικών συντελεστών και την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης είναι ευπρόσδεκτα, αλλά μπορούν να επιτευχθούν περισσότερα με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης».

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΔΝΤ επαναλαμβάνει τις πάγιες θέσεις του για τις συντάξεις και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης αλλά και για τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων, ώστε να απελευθερωθεί χώρος για επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «για το έτος 2020 και από εκεί και εμπρός, το προσωπικό συνιστά στην κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους εταίρους να συμφωνήσουν γύρω από μια ουσιαστικά χαμηλότερη πορεία του πρωτογενούς ισοζυγίου, δεδομένου ότι υπάρχει μεγάλη οικονομική χαλάρωση και κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες (π.χ. στον τομέα της υγείας) και επενδυτικές ανάγκες».

Αναφορικά με τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, το Ταμείο καλωσορίζει τις πρόσφατες προτάσεις της κυβέρνησης, τονίζοντας, όμως, ότι πρέπει να γίνουν και άλλα βήματα για τη στήριξη της υψηλότερης απασχόλησης, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, δίνεται έμφαση στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και στη υιοθέτηση πολιτικών που θα δυναμώσουν την απασχόληση.

Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος

Σχετικά με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος στην Ελλάδα, η έκθεση αναγνωρίζει ότι η χώρα μας έχει σημειώσει πρόοδο σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.

Παρόλα όμως αυτά σημειώνει ότι ορισμένες αδυναμίες παραμένουν και συνεπώς υπάρχει περιθώριο περαιτέρω βελτίωσης.

Πορεία του Ελληνικού Χρέους-Ελληνικές Ενστάσεις

Σταδιακή μετάλλαξη του μείγματος του ελληνικού χρέους αλλά και μείωση του ως ποσοστό του ΑΕΠ βλέπει το ΔΝΤ. Ειδικότερα, το Ταμείο εκτιμά πως το χρέος θα κυμανθεί από το 185% του ΑΕΠ (2018) στο 145% του ΑΕΠ (2028).

«Το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας ανήκει επί του παρόντος στον δημόσιο τομέα (80% του συνολικού δημόσιου χρέους) και αυτό το χρέος διαθέτει ευνοϊκή διάρθρωση και επιτόκιο. Καθώς το δημόσιο χρέος ωριμάζει, το ποσοστό του συνολικού δημόσιου χρέους που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας αναμένεται να αυξηθεί από 20% το 2018 σε περίπου 30% μέχρι το 2028», σημειώνεται στην έκθεση.

Η ελληνική πλευρά, όμως, δεν φαίνεται να υιοθετεί τις εκτιμήσεις του Ταμείου για την μακροπρόθεσμή βιωσιμότητα του χρέους, καθώς ο εκπρόσωπος της Ελλάδος στο ΔΝΤ, Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, χαρακτήρισε «απαισιόδοξες» τις εν λόγω προβλέψεις κατά τη διάρκεια των δηλώσεων που έκανε στη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβούλιου.

«Οι ελληνικές αρχές εκτιμούν ότι η ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, διότι δεν λαμβάνει υπόψη την επιθετική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ιδιαίτερα τους τελευταίους τρεις μήνες», τόνισε χαρακτηριστικά.

Σκληρή απάντηση της Ελλάδας

Η ελληνική πλευρά  μέσω του εκπροσώπου στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου και της επιστολής του (που περιλαμβάνεται στο πακέτο εκθέσεων που σήμερα ανακοινώθηκαν) προέβη σε μια ιδιαίτερη έντονη απάντηση, αναφέροντας ότι  η έκθεση του Ταμείου δίνει υπερβολική έμφαση στο παρελθόν και σε προκλήσεις και υποτιμά τις θετικές πρόσφατες εξελίξεις οι οποίες βελτιώνουν σημαντικά τις προοπτικές – τόσο τις βραχυπρόθεσμες όσο και τις μεσοπρόθεσμες – της ελληνικής οικονομίας.

Όπως επισημαίνεται  είναι σαφές ότι οι ελληνικές αρχές υποεκτιμούν ότι οι οικονομικές προοπτικές της χώρας μας είναι πολύ πιο ευνοϊκές από ό,τι περιγράφονται στην έκθεση του ΔΝΤ.

Καλείται μάλιστα το Ταμείο στις επόμενες εκθέσεις του να προχωρεί σε πολύ πιο ισόρροπη αποτίμηση και να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στο μέλλον

Αναφέρεται σε περιγραφές του Ταμείου που είναι ανακριβείς και δεν συνιστούν μια ισορροπημένη εκτίμηση των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα κατά την εποχή του προγράμματος.  

Η ελληνική πλευρά επισημαίνει ότι η κυβέρνηση «έχει την ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας και έχει εκλεγεί με εντολή να την εφαρμόσει και ως εκ τούτου υπάρχει ισχυρή κοινωνική συναίνεση».

Επισημαίνεται επίσης ότι «οι αναπτυξιακές και δημοσιονομικές προβλέψεις των ελληνικών αρχών, όπως αναφέρονται στο σχέδιο Προϋπολογισμού για το 2020 είναι πολύ πιο αισιόδοξες» από αυτές που εκτιμά το ΔΝΤ.

Η ελληνική πλευρά εκτιμά επίσης ότι η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους από το ΔΝΤ «είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, διότι δεν λαμβάνει υπόψη την εντονότατη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ειδικότερα τους τελευταίους τρεις μήνες».

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι από το 2,8% θα υποχωρήσει μόνο στο 2,4% το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου σε μακροχρόνια βάση…

Η ελληνική πλευρά μέσω του εκπροσώπου της καταλήγει στην τοποθέτησή της ότι  «παρά τα πλεονεκτήματά της, η έκθεση δίνει υπερβολικά μεγάλο βάρος στο παρελθόν και στις προκλήσεις και υποτιμά τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις που βελτιώνουν σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».

Συνολικά, αναφέρεται ότι «σύμφωνα με την εκτίμηση των ελληνικών αρχών, που επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις στην αγορά, οι ελληνικές οικονομικές προοπτικές είναι πολύ πιο ευνοϊκές από αυτές που παρουσιάζονται στην Έκθεση».

Οι επισημάνσεις του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία
 
*Η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας συνεχίζεται, αλλά απέχει πολύ από τις προσδοκίες.
Η νέα κυβέρνηση που εκλέχθηκε τον Ιούλιο δεσμεύτηκε να ακολουθήσει πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα τήρησε τις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές δεσμεύσεις της προς τα κράτη μέλη της ευρωζώνης, αλλά η ικανότητά της να αντιμετωπίσει τα κεκτημένα συμφέροντα δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί.

*Το δημόσιο χρέος προβλέπεται ότι θα ακολουθήσει καθοδική τάση κατά την επόμενη δεκαετία, αν και η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα δεν διασφαλίζεται βάσει ρεαλιστικών μακροοικονομικών δημοσιονομικών υποθέσεων.

* Είναι πολύ σημαντικό να εφαρμοσθεί επιτυχώς το σχέδιο Ηρακλής. Οι αδύναμοι ισολογισμοί των τραπεζών δρουν ως εμπόδιο στις προοπτικές ανάπτυξης και δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Αυτοί και άλλοι παράγοντες αφήνουν την Ελλάδα ευάλωτη σε μια σειρά από εξωτερικές και εγχώριες διαταραχές. Για τις τράπεζες αναφέρεται επίσης ότι  η αναδιάρθρωση των δανείων έχει καθυστερήσει λόγω της κακής κουλτούρας πληρωμών, του ανεπαρκούς πλαισίου αφερεγγυότητας και της απροθυμίας των τραπεζών να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις αναδιάρθρωσης. Το πλαίσιο αφερεγγυότητας αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το θέμα του ιδιωτικού χρέους, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις θεσμικές ανεπάρκειες και, στην περίπτωση της αφερεγγυότητας των νοικοκυριών, σε κακή νομική σχεδίαση. Οι ηλεκτρονικές δημοπρασίες δεν αποθαρρύνουν  τους στρατηγικούς παραβάτες. Το ποσοστό επιτυχίας των ηλεκτρονικών δημοπρασιών εξακολουθεί να είναι χαμηλό (οι αγοραστές τρίτων είναι σπάνιοι και το 85% των ηλεκτρονικών δημοπρασιών οδηγούν σε ανάκτηση του ακινήτου από την τράπεζα) και οι τράπεζες ισχυρίζονται ότι το νομικό πλαίσιο έχει καταστρατηγηθεί

*  Η ανάπτυξη επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά μέχρι στιγμής έχει πέσει κάτω από τις προσδοκίες. Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα φτάσει στο 2,3% το 2020 για να υποχωρήσει στη συνέχεια σε ρυθμό μόλις 0,9% από το 2023 και μετά. Σε ειδικό BOX τρέχει ένα σενάριο ισχυρών μεταρρυθμίσεων που θα φέρουν μακροχρόνια ανάπτυξη 1,4%.

Καταγράφει πιέσεις στις προοπτικές ανάπτυξης από τις δυσμενείς δημογραφικές ιδιαιτερότητες και τη χαμηλή παραγωγικότητα (σε ειδικό πίνακα καταγράφεται και το πολύ μεγάλο άνοιγμα στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας, το οποίο αναφέρεται ως το μεγαλύτερο από τα εξεταζόμενα κράτη).

* Αναφέρει ότι οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι είναι σημαντικοί, όπως οι εμπορικοί πόλεμοι και η ασθενέστερη παγκόσμια ανάπτυξη, οι καθυστερήσεις στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και η περαιτέρω επιδείνωση στους ισολογισμούς των τραπεζών.

* Για το μείγμα πολιτικής και για τη συζήτηση που έγινε σε επίπεδο ΔΣ αναφέρεται ότι  ζητήθηκαν πιο φιλόδοξες προσπάθειες για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και για τη βελτίωση της συμμόρφωσης αναφορικά με  την πληρωμή των φόρων. Συστήθηκε μετατόπιση των προτεραιοτήτων προς περισσότερες επενδυτικές δαπάνες και στοχοθετημένες κοινωνικές δαπάνες. Κάποια μέλη του ΔΣ πρότειναν μείωση πλεονασμάτων σε συνεννόηση με τους εταίρους της ΕΕ. Ωστόσο, “αρκετά άλλα μέλη” αναφέρεται πως “τόνισαν την ανάγκη για τήρηση του στόχου” με στόχο τη βιωσιμότητας του χρέους.
 
* Στο τραπεζικό πεδίο εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τους πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης των NPE, επισημαίνοντας ότι το σχέδιο Ηρακλής μπορεί να προσφέρει σημαντική στήριξη. Ωστόσο σύστησαν την υιοθέτηση “μιας πιο ολοκληρωμένης, φιλόδοξης και καλά συντονισμένης στρατηγικής” με περαιτέρω βελτιώσεις στο νομικό πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας και την “εξάλειψη της προστασίας 1ης κατοικίας προκειμένου να ενισχυθεί η πειθαρχία στις πληρωμές”.
 
* Οι εκδόσεις ομολόγων και το πακέτο ελάφρυνση του χρέους αύξησαν το μαξιλάρι διαθεσίμων σε 32 δισ. Ευρώ (17% του ΑΕΠ) αλλά το ΔΝΤ  εκτιμά ότι θα μειωθεί το απόθεμα αυτό κατά 19 δισ. Ευρώ έως το 2024.