Στον νέο γύρο διαπραγματεύσεων σχετικά με την εμπορική συμφωνία Βρετανίας-ΕΕ μετά το Brexit δεν φαίνεται να υπάρχει πεδίο συνεννόησης. Οι Βρετανοί εμμένουν στις θέσεις τους, ενώ ο Μπ. Τζόνσον είναι αποδυναμωμένος.

«Δεν έχουμε κάνει φοβερή πρόοδο» είπε ο Μισέλ Μπαρνιέ, επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ για το Brexit, σε συνέντευξη στους κυριακάτικους Times. Επρόκειτο για μια άκρως διπλωματική περιγραφή της πραγματικότητας σχετικά με τη στασιμότητα που επικρατεί.

Από σήμερα ξεκίνησαν και πάλι οι διαπραγματεύσεις για το περιεχόμενο εμπορικής συμφωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές, αλλά κανείς δεν αναμένει θεαματικές επιτυχίες.

Όπως ακριβώς συμβαίνει και μετά από ένα διαζύγιο, έτσι και σε αυτές τις διαπραγματεύσεις οι δύο πλευρές εκτοξεύουν κατηγορίες εκατέρωθεν και έτσι μια συμφωνία για το Brexit φαντάζει όλο και πιο δύσκολη.

Αποδυναμωμένος ο Μπόρις Τζόνσον

Μέσα Μαΐου οι δύο πλευρές έδειξαν ανοιχτά τον εκνευρισμό τους. Ο Μπαρνιέ προειδοποίησε ότι κατά τον τελευταίο γύρο θα πρέπει να γίνει πραγματική πρόοδος, ειδάλλως δεν πρόκειται να υπάρξει συμφωνία μέχρι το Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ μέσα Ιουνίου. Μέχρι τότε θα πρέπει να αποφασιστεί εάν αξίζει τον κόπο να συνεχιστούν οι προσπάθειες.

Οι λίγοι μήνες που απομένουν μέχρι τις θερινές διακοπές δεν επαρκούν όμως για την επεξεργασία μιας τόσο πολύπλοκης συμφωνίας. Ο Βρετανός διαπραγματευτής Ντέιβιντ Φροστ απάντησε με μια «χοντροκομμένη» επιστολή, ότι η ΕΕ πρέπει να το ξανασκεφτεί εάν θέλει ξαναστείλει μια εμπορική συμφωνία «χείριστης ποιότητας»:

«Κάθε δημοκρατική χώρα θα την απέρριπτε, οι Ευρωπαίοι ίσως να πρέπει να αλλάξουν επιτέλους τη διαπραγματευτική τους εντολή».

Ευρωπαίοι διπλωμάτες απάντησαν ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να αλλάξει και ότι η εντολή προς τον Μπαρνιέ έχει υπόσταση. Το πρόβλημα με τις διαπραγματεύσεις είναι ότι γίνονται μόνο μέσω διαδικτύου, ότι όλες οι κυβερνήσεις είναι απασχολημένες με τη διαχείριση της πανδημίας και ότι οι δύο πλευρές υποστηρίζουν διαμετρικά αντίθετες θέσεις.

Για μια ακόμη φορά, το πρόβλημα με τις διαπραγματεύσεις για την εποχή μετά το Brexit είναι το ποια πλευρά θα κάνει πρώτη πίσω. Ο Ντέιβιντ Φροστ διευκρίνισε ότι ο πρωθυπουργός και ο υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Μίχαελ Γκόουβ δεν επιθυμούν παράταση του χρόνου για τις διαπραγματεύσεις. Βέβαια, υπάρχει πλειοψηφία ανάμεσα στον πληθυσμό που τάσσεται υπέρ μιας παράτασης, αλλά η Downing Street δεν θέλει ούτε καν να ακούσει τα επιχειρήματα.

Οι περισσότεροι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι πρόκειται για τρέλα, εκτός από τις οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία, το να φορτωθεί η χώρα από πάνω δασμούς και ελέγχους του εμπορίου της με την ΕΕ. Μέχρι τώρα οι παρατηρητές νόμισαν ότι ο Μπόρις Τζόνσον ήθελε για άλλη μια φορά να παίξει τα χαρτιά του μέχρι τέλους και μετά να δεχτεί την παράταση. Όμως ο Πέτερ Κέλνερ από το Carnegie και πρώην επικεφαλής του Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων YouGov πιστεύει ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός έχει χάσει τις τελευταίες εβδομάδες το πολιτικό κεφάλαιο της αξιοπιστίας με την υπόθεση του συμβούλου του Ντόμινικ Κάμινγκς.

«Ο Μπόρις Τζόνσον έχει συντριβεί, η θέση του πολιτικά είναι πιο αδύναμη. Ακόμα κι αν ήθελε μία παράταση δεν θα μπορούσε να την επιβάλει».  

Διαφωνίες σε πολιτικό επίπεδο

Ο Πέτερ Κέλνερ πιστεύει ότι η μειοψηφία των σκληροπυρηνικών Brexiteers από το κόμμα του Τζόνσον θα παίξουν τώρα σημαντικότερο ρόλο και ότι πολλοί άλλοι βουλευτές από το ίδιο κόμμα ήδη από τώρα προεξοφλούν ότι μέχρι τέλος του χρόνου δεν θα υπάρξει συμφωνία.

«Γνωρίζουν ότι θα έχει οικονομικές συνέπειες, εάν επισπεύσουν την έξοδό τους κατά τη μεταβατική περίοδο. Νομίζουν ότι όλα είναι σε θέση να θαφτούν κάτω από την πανδημία. Επιπλέον άλλοι από το κόμμα των Τόρηδων τρέφουν τεράστια αισιοδοξία για σύναψη εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ. Προσωπικά δίνω ελάχιστες πιθανότητες για κάτι τέτοιο» επισημαίνει ο εμπειρογνώμων. Όμως πού βρίσκονται οι διαφορές; Κυρίως στο πεδίο των όρων ίσου ανταγωνισμού, ενός level playing field, όπως αποκαλείται, που υπεγράφη ως ρήτρα στην Πολιτική Διακήρυξη του Brexit.

«Η ΕΕ φαίνεται να επιδιώκει τη δέσμευση των Βρετανών, αλλά ο Μπόρις Τζόνσον θεωρεί τη ρήτρα άνευ σημασίας και νομίζει ότι μπορεί να την ερμηνεύει κατά το δοκούν» υπογραμμίζει ο Κέλνερ. Το κεντρικό αίτημα των Βρυξελλών προς το Λονδίνο είναι ότι θα πρέπει να αναγνωρίσει τους σημαντικότερους κανόνες που ισχύουν αναφορικά με την αγορά εργασίας, το περιβάλλον και τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας της ΕΕ, ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στην ενιαία αγορά. Ως λόγο επικαλείται το μέγεθος του Ηνωμένου Βασιλείου και τη γεωγραφική εγγύτητα με την ΕΕ. Και πώς απαντά η άλλη πλευρά;

«Είμαστε κυρίαρχο κράτος» επισημαίνει ο διαπραγματευτής Ντέιβιντ Φροστ. «Είναι αδύνατον να αφήσουμε τους Ευρωπαίους να μας επιβάλουν τους όρους. Θέλουμε μία απλή εμπορική συμφωνία κατά τον πρότυπο της ΕΕ με τον Καναδά ή την Ιαπωνία. Γιατί δεν μπορούν να έχουν οι Βρετανοί αυτό που έχουν πάρει κι άλλοι;».

Ο  Σαμ Λουβ, εμπειρογνώμων σε θέματα εμπορίου από το Κέντρο Ευρωπαϊκών Μεταρρυθμίσεων, υποστηρίζει ότι οι κραυγές δεν ήταν ποτέ καλή στρατηγική απέναντι στην ΕΕ.

«Η ΕΕ έκανε από την αρχή σαφές ότι δεσμεύεται από τη ρήτρα ίσων όρων ανταγωνισμού (level playing field), συνεπώς η Βρετανία ήξερε από την αρχή τι την περίμενε». Και ο Λουβ είναι της άποψης ότι οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε αδιέξοδο, πράγμα το οποίο ξεκινά από το γεγονός ότι υπάρχει μια βασική πολιτική διάσταση απόψεων που οι διαπραγματευτές Μπαρνιέ και Φροστ δεν μπορούν να επιλύσουν.

«Δεν μπορούν να συνεννοηθούν και περιμένουν μέχρις ότου ο Μπόρις Τζόνσον μιλήσει με τους 27 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων σχετικά με το εάν θέλουν μία συμφωνία ή όχι. Αυτό θα συμβεί όμως αργότερα μέσα στη χρονιά». Μέχρι τώρα δεν μπορεί κανείς να διαγνώσει διάθεση για κινήσεις υποχώρησης από τη μια ή την άλλη πλευρά. Έτσι, αυτό που μένει είναι να παρακολουθήσει κανείς και πάλι το αγαπημένο παιχνίδι των δύο αντιπάλων, κατά το οποίο ο ένας στρέφει τα «πυρά» του εναντίον του άλλου μέχρι σχεδόν τέλους. Την τελευταία φορά η σύγκρουση αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή. Το θέμα του κατά πόσο θα φτάσουν τα πράγματα και πάλι μέχρι εκεί παραμένει ανοιχτό…

 

Πηγή: Deutsche Welle