Οι τράπεζες της ευρωζώνης θα πρέπει να συνεχίσουν να εξυγιαίνουν τους ισολογισμούς τους, επιμένοντας στις προσπάθειες για τη μείωση του επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω μιας συνολικής προσέγγισης. Το παραπάνω επισημαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Εαρινή Έκθεσή του για την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα.

Όπως αναφέρει, η εισαγωγή κατευθυντήριων γραμμών για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι ευπρόσδεκτη, αλλά απαιτούνται περισσότερες ενέργειες για τη μείωση των καθυστερήσεων στις διαδικασίες αποκατάστασης επισφαλών απαιτήσεων.

Προς αυτή την κατεύθυνση, θα βοηθούσαν για παράδειγμα, οι ελάχιστες προδιαγραφές για την αφερεγγυότητα και τα δικαιώματα των πιστωτών και οι κανόνες αποτίμησης των ενεχύρων.

Το ΔΝΤ στέκεται περισσότερο στην υψηλή έκθεση τραπεζών της ευρωζώνης σε κρατικά ομόλογα και επισημαίνει τον κίνδυνο της στενής αυτής διασύνδεσης, κυρίως για τις τράπεζες σε Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία.

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, οι δημοσιονομικές προκλήσεις στην Ιταλία έχουν αναζωπυρώσει τις ανησυχίες για το σύνδεσμο μεταξύ κυβερνητικών ομολόγων και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στη ζώνη του ευρώ. Οι δείκτες κεφαλαίου των τραπεζών είναι πλέον υψηλότεροι στην ευρωζώνη και έχουν ληφθεί μέτρα για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους τραπεζικούς ισολογισμούς.

Αλλά αν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξάνονταν απότομα, η ισχυρότερη διασύνδεση των τραπεζών σε χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος με κρατικά ομόλογα θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές ζημίες τα χαρτοφυλάκια ομολόγων των τραπεζών.

Αυτό, μαζί με πιθανές απώλειες σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια, θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στα κεφάλαια ορισμένων τραπεζών. Οι ίδιες επιπτώσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν και για τις ασφαλιστικές εταιρείες, δεδομένης της σημαντικής έκθεσής τους σε κρατικά ομόλογα.

Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει ο κίνδυνος οι επιδράσεις στον  χρηματοπιστωτικό τομέα να μεταφερθούν και πάλι σε εταιρείες και νοικοκυριά, με αρνητικές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη.

Οι πολιτικές που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των δεσμών μεταξύ τραπεζών και κυβέρνησης, λέει το ΔΝΤ, πρέπει να σχεδιαστούν με μια ολιστική προοπτική. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να εξεταστεί ο μετριασμός του κινδύνου συγκέντρωσης κρατικών ομολόγων από τις τράπεζες μέσω συντονισμένων πολιτικών στην Ευρώπη.

Οι πολιτικές που βελτιώνουν την ανθεκτικότητα των τραπεζών έναντι κραδασμών από τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων  και αποθαρρύνουν τις τράπεζες να κατέχουν υπερβολικές ποσότητες κυβερνητικών τίτλων, θα πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να ελαχιστοποιούνται οι πιθανές προκυκλικές επιπτώσεις και οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Το ΔΝΤ αναφέρεται και στην Οδηγία για την εξυγίανση τραπεζών στην ευρωζώνη με την οποία τα βάρη για την εξυγίανση μεταφέρονται στους μετόχους, ομολογιούχους και καταθέτες των τραπεζών. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, η οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εξυγίανση των τραπεζών (BRRD) και οι απαιτήσεις για το bail – in αποσκοπούν στη μείωση των ενδεχόμενων υποχρεώσεων του κράτους σε περίπτωση προβλημάτων των τραπεζών.

Επί του παρόντος, υπάρχει περιθώριο να ελαχιστοποιηθεί το bail – in μέσω προσεγγίσεων που διαφέρουν από τους κανόνες εξυγίανσης της ευρωζώνης, όπως η εξυγίανση μέσω των εθνικών καθεστώτων αφερεγγυότητας των τραπεζών.

Αυτά τα εθνικά καθεστώτα πρέπει να εναρμονιστούν. Επιπλέον, πρέπει να εισαχθεί ένα εναλλακτικό μέσο ευελιξίας, όπως μία εξαίρεση από τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, υπό αυστηρούς όρους και κατάλληλες ρυθμίσεις διακυβέρνησης (όπως υποστηρίζει το πρόγραμμα αξιολόγησης του χρηματοπιστωτικού τομέα στη ζώνη του ευρώ).

Η εξαίρεση αυτή θα μπορούσε να επιτρέψει την απομάκρυνση από τις ελάχιστες απαιτήσεις για το bail – inμόνον όταν η χρηματοπιστωτική σταθερότητα διακυβεύεται σαφώς, ελαχιστοποιώντας κατ ‘αυτόν τον τρόπο την μετάδοση του προβλήματος των τραπεζών στα κρατικά ομόλογα.