Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS επιβεβαίωσε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ (υψηλό) με σταθερή τάση.

Σε ανακοίνωσή του, ο οίκος αναφέρει ότι η σταθερή τάση αντανακλά την άποψή του ότι η Ελλάδα παραμένει δεσμευμένη στη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της βιωσιμότητας του χρέους, παρά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Η ισχυρή ανάκαμψη της δραστηριότητας στον τουρισμό, η οποία αναμένεται να ξεπεράσει τα επίπεδα του 2019 θα βοηθήσει την οικονομία φέτος, ωστόσο έχει αυξηθεί η οικονομική αβεβαιότητα λόγω των γεωπολιτικών γεγονότων.

Οι κύριοι κίνδυνοι για τις προοπτικές έχουν να κάνουν με τις αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις, τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και την ενδεχόμενη διακοπή της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου.

Παρά τη φθίνουσα εξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει μέτρια έκθεση στις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας.

Ωστόσο, οι προσπάθειες διαφοροποίησης έχουν ενταθεί με την επέκταση των υφιστάμενων και την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και την έναρξη λειτουργίας ενός νέου αγωγού φυσικού αερίου.

Η σύσφιξη των νομισματικών πολιτικών αυξάνει την πίεση στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας, με τις αποδόσεις των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου να έχουν αυξηθεί πρόσφατα πάνω από 4% μετά την επίτευξη ιστορικά χαμηλών επιπέδων.

Κατά την άποψη του DBRS , το ευνοϊκό προφίλ χρέους της Ελλάδας, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμά της και η στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου σε μία κατάσταση διαταραχής της αγοράς, βοηθά στην εξισορρόπηση των κινδύνων.

Ο οίκος σημειώνει ότι πιθανότατα θα αναθεωρηθεί προς τα πάνω η θερινή πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας 4% το 2022 καθώς η ανάπτυξη ανήλθε στο 7,7% το πρώτο εξάμηνο του έτους.

Για τα δημόσια οικονομικά σημειώνει ότι αναμένεται μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος στο 2% του ΑΕΠ φέτος από 5% το 2021 και να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα από το 2023.

Το συνολικό κόστος των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης, ώστε να αμβλυνθεί ο αντίκτυπος του αυξημένου ενεργειακού κόστους στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, εκτιμάται στο 3,8% του ΑΕΠ τον Σεπτέμβριο του 2022, με το άμεσο δημοσιονομικό κόστος στο 1,5% του ΑΕΠ καθώς ένα μέρος καλύπτεται από τα έσοδα από το Σύστημα Εμπορίου Εκπομπών Ρύπων.