Ενώ μια νέα φάση της κρίσης του ευρώ θα μπορούσε να ξεκινά στην Ιταλία, η Ελλάδα φαίνεται ότι τελειώνει το δικό της πρόγραμμα διάσωσης, σημειώνει η Credit Suisse σε νέα της έκθεση.

Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί, όπως επισημαίνει, ενώ έχει ξεκινήσει ένας σημαντικός αριθμός διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν σημαντικά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Έτσι, η Ελλάδα θα βγει από το πρόγραμμα στις 20 Αυγούστου, ωστόσο απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός για να είναι ομαλή και επιτυχής η έξοδος. Η επερχόμενη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, ειδικότερα, θα έχει αντίκτυπο στην φύση της εξόδου αλλά και στο μέγεθος της μελλοντικής ελάφρυνσης του χρέους.

Όπως τονίζει η Credit Suisse, μια «καθαρή έξοδος» είναι πιθανή, για τους εξής λόγους:

1) έχει υποστηριχθεί έντονα από την κυβέρνηση, η οποία σήμερα δημιουργεί ένα σημαντικό αποθεματικό ταμειακών ροών ύψους περίπου 20 δισ. ευρώ – αρκετό για την αντιμετώπιση των πιθανών εντάσεων στην αγορά κατά τους επόμενους 12-18 μήνες),

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

2) η κυβέρνηση οριστικοποίησε με την τρόικα τα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν πριν από το τέλος του προγράμματος, ανοίγοντας τον δρόμο για τις συζητήσεις σχετικά με νέα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους στο προσεχές Eurogroup, και

3) η πιθανή επιτυχία της έκδοσης ενός νέου ομολόγου, ενδεχομένως πριν από τον Αύγουστο, θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ισχυρότερη θέση για αυτή την επιλογή.

Συνολικά, η βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών σε συνδυασμό με την ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους, θα στηρίξουν τα ελληνικά assets, όπως τονίζει η τράπεζα, επισημαίνοντας ωστόσο ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές προκλήσεις.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι οριακά μη βιώσιμο, σύμφωνα με τα κριτήρια του ΔΝΤ, ενώ τα εξαιρετικά υψηλά NPLs εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, και οι κοινωνικές ανισότητες είναι υπαρκτές. Επομένως η έξοδος από το πρόγραμμα της τρόικας πρέπει να συνοδεύεται από προσεκτικές αποφάσεις και σχεδιασμό για την έξοδο.

Για την Credit Suisse, η πιο πιθανή επιλογή είναι η καθαρή έξοδος, όπου η Ελλάδα θα ολοκληρώσει το πρόγραμμα διάσωσης χωρίς να έχει άμεση πρόσβαση στην εξωτερική οικονομική βοήθεια και θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί μέσω έκδοσης ομολόγων στην αγορά, μέσω δημοσιονομικών πλεονασμάτων και άλλων μέτρων.

Αυτό, σύμφωνα με την τράπεζα, δεν θα ήταν πρόβλημα καθώς η κυβέρνηση έχει σήμερα ένα σημαντικό απόθεμα ρευστότητας.

Η καθαρή έξοδος δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει παρακολούθηση. Όντας οι μεγαλύτεροι πιστωτές της Ελλάδα, η ΕΕ και το ΔΝΤ θα συνεχίσουν να παρακολουθούν την Ελλάδα και να επιβάλλουν νέες μεταρρυθμίσεις. Το πιο πιθανό, κατά την άποψη της Credit Suisse, είναι μέσω των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.

Σύμφωνα με την τράπεζα, η απώλεια του waiver της ΕΚΤ είναι οικονομικά ανεκτή για τις ελληνικές τράπεζες καθώς το επιπλέον κόστος (μέσω ELA) μπορεί να το διαχειριστεί.

Συνολικά, εάν επιλεγεί η καθαρή έξοδος, η Credit Suisse δεν αναμένει αρνητικές αντιδράσεις στην αγορά, καθώς η εποπτεία και οι μεταρρυθμίσεις δεν θα σταματήσουν στην Ελλάδα τον Αύγουστο.

Όπως σημειώνει, η επιλογή της προληπτικής πιστωτικής γραμμής δεν ευνοεί την ελληνική κυβέρνηση πολιτικά. Η κυβέρνηση του Τσίπρα θα μπορούσε να θεωρηθεί ανίκανη να οδηγήσει τη χώρα στην κανονικότητα, ενώ η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Κύπρος τα κατάφεραν. Συνολικά και ανεξάρτητα από την επιλογή που θα κάνει η Ελλάδα, η ΕΕ θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά τη χώρα.

Σύμφωνα με την Credit Suisse, εκτός από τη συνεδρίαση του Eurogroup, τα βασικά γεγονότα που θα διαμορφώσουν την απόφαση της εξόδου από το πρόγραμμα και την ελάφρυνση του χρέους είναι η κατάσταση των τραπεζών, οι αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους και προσδοκία σχετικά με τις αξιολογήσεις από τους οίκους τους επόμενους μήνες.

Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, τα stress tests έδειξαν ότι έχουν βελτιωθεί από την τελευταία άσκηση το 2015, αλλά ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εξακολουθούν να βαραίνουν τον κλάδο. Όπως τονίζει, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε μια βελτιωμένη τροχιά:

1) ο CET1 έφθασε στο 14,8% το δ’ τρίμηνο του 2017,

2) η κερδοφορία βελτιώνεται και 3) έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες ρευστότητας και ακόμη και χωρίς το waiver της ΕΚΤ, αυτές οι θετικές τάσεις θα συνεχιστούν.

Σε αυτή την περίπτωση, η τράπεζες θα πρέπει να μετατρέψουν τη χρηματοδότηση της ΕΚΤ (περίπου 11 δισ. ευρώ) σε χρηματοδότηση από τον ELA. Το πρόσθετο κόστος θα είναι πλήρως βιώσιμο καθώς το premium είναι μόνο περίπου 100 έως 150 μονάδες βάσης υψηλότερο από τη χρηματοδότηση της ΕΚΤ.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος παραμένει το βουνό των μη εξυπηρετούμενων δανείων το οποίο κάνει τις ελληνικές τράπεζες εύθραυστες και αποτελεί εμπόδιο στην πορεία προς την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης. Έτσι, η μείωση των ΝΡLs είναι κρίσιμη και πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα σε αυτό το μέτωπο για να αυξηθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Σε ό,τι αφορά την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA) η ελβετική τράπεζα σημειώνει πως η επόμενη, που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα, θα είναι το “κλειδί”. Τα συμπεράσματα θα εξεταστούν πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 21 Ιουνίου, όπου και θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για την αξιολόγηση του προγράμματος.

Η βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους πιθανώς θα βοηθήσει την πρόσβαση της χώρας στις αγορές και θα επηρεάσει θετικά την πιστοληπτική της αξιολόγηση. Μία χειρότερη DSA σε σχέση με πέρυσι θα ήταν αρνητικό σήμα για τις αγορές, αλλά θα ενίσχυε την υπόθεση για μεγαλύτερα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, κάτι που τελικά πάλι θα βελτιώσει την βιωσιμότητά του.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τους οίκους αξιολόγησης, η Credit Suisse δεν αποκλείει ένας ή περισσότεροι να αναβαθμίσουν ξανά την Ελλάδα το 2018. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις, να άρει περαιτέρω τους ελέγχους κεφαλαίου και να λάβει ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους πριν από το τέλος του προγράμματος.

Η επενδυτική βαθμίδα θα ήταν η βασική ένδειξη ότι η χώρα επανέρχεται στην κανονικότητα. Θα επέτρεπε επίσης στην ΕΚΤ να αγοράσει ελληνικά ομόλογα, είτε μέσω QE είτε μέσω της επανεπένδυσης και να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα για τα ελληνικά ομόλογα,ότι θεωρούνται επαρκώς ασφαλή από την ΕΚΤ.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης