Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει γίνει ο νούμερο ένα κίνδυνος για τους επενδυτές και ένα μικρό περαιτέρω στραβοπάτημα του Ερντογάν μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη κατάρρευση στα τουρκικά assets, κυρίως την τουρκική λίρα και τα ομόλογα καθώς και τον τραπεζικό κλάδο, σημειώνει η Capital Economics με αφορμή τη στάση της Τουρκιάς στη σύγκρουση Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν αλλά και τις προκλήσεις που δημιουργεί γενικότερα ο Ερντογάν.

Δεν αποκλείει μάλιστα την επανάληψη του 2018 όταν η λίρα σημείωνε ημερήσιες βουτιές έως και 10-12% έναντι του δολαρίου.

Η σύγκρουση μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν στην περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ δημιούργησε ένα ακόμα σχίσμα στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τη Ρωσία, όπως σημειώνει η Capital Economics.

Ένα μικρό λάθος σε αυτή τη σύγκρουση μπορεί να οδηγήσει σε κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων, σοβαρή αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Τουρκίας και να αναγκάσει την κεντρική τράπεζα σε πιο επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον εντείνει ήδη εδραιωμένη αίσθηση της αγοράς ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας είναι ένας άλλος βασικός παράγοντας κινδύνου για τους επενδυτές.

Οι συγκρούσεις που ξέσπασαν μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας αποτελούν μέρος μιας μακροχρόνιας διαμάχης μεταξύ των δύο χωρών, ενώ η ΕΕ, οι ΗΠΑ και η Ρωσία (η οποία έχει στρατιωτική βάση στην Αρμενία, καθώς και στενούς δεσμούς με το Αζερμπαϊτζάν) έχουν ζητήσει την άμεση κατάπαυση του πυρός. Αυτό όμως απορρίφθηκε τόσο από τις δύο πλευρές όσο και από την Τουρκία, η οποία υποστηρίζει το Αζερμπαϊτζάν.

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την περασμένη εβδομάδα ζήτησε την πλήρη απόσυρση των αρμενικών στρατευμάτων και αναφορές δείχνουν ότι η Τουρκία παρέχει αεροπορική υποστήριξη στις δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν.

Η στάση της Τουρκίας στη σύγκρουση αυτή δεν αποτελεί έκπληξη, τονίζει η Capital Economics, αλλά είναι συμβολική της ανταγωνιστικής εξωτερικής πολιτικής που υιοθέτησε η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια και είναι το τελευταίο «δείγμα» σε μια μακρά σειρά διαφορών που πλήττουν την Τουρκία εναντίον της ΕΕ ή/και της Ρωσίας.

Η Τουρκία έχει υιοθετήσει έναν επιθετικό τόνο στο θέμα του φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο και ενώ έθεσε υπό αμφισβήτηση τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ μέσω της αγοράς ρωσικού αμυντικού εξοπλισμού, βρίσκεται απέναντι από τη Ρωσία, τόσο στη Συρία όσο και στη Λιβύη.

Προς το παρόν, η ΕΕ και η Ρωσία φαίνονται πρόθυμες να αποτρέψουν την περαιτέρω κλιμάκωση των εντάσεων με την Τουρκία για τη σύγκρουση. Η Ρωσία είπε ότι είναι έτοιμη για «στενό συντονισμό» με την Τουρκία. Και την περασμένη εβδομάδα, η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ κατάφερε να πείσει τα μέλη της ΕΕ για να δοθεί μια ευκαιρία στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, με το μπλοκ απλώς να απειλεί για άλλη μια φορά να επιβάλει κυρώσεις αντί να λάβει ουσιαστικά μέτρα.

Παρ΄ όλα αυτά, η ιστορία δείχνει ότι υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος οι προσπάθειες εξουδετέρωσης των εντάσεων να ξεπεραστούν από τα γεγονότα, όπως τονίζει η Capital Economics. Το 2015, για παράδειγμα, η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας, ωθώντας τη Ρωσία να επιβάλει κυρώσεις στις εισαγωγές από την Τουρκία, καθώς και απαγόρευση πτήσεων μεταξύ των δύο χωρών.

Και το 2018, μια διαμάχη με τις ΗΠΑ σχετικά με την κράτηση του πάστορα Andrew Brunson είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Στην πραγματικότητα, αυτή η υπόθεση συνέβαλε εν μέρει στην επακόλουθη νομισματική κρίση της Τουρκίας.

Όλα αυτά έρχονται σε μια στιγμή που τα εξωτερικά τρωτά σημεία της Τουρκίας είναι στο «κόκκινο». Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί, τα βραχυπρόθεσμα εξωτερικά χρέη είναι μεγάλα και ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ και τα συναλλαγματικά αποθέματα είναι επικίνδυνα χαμηλά.

Γενικότερα, υπάρχει η αίσθηση ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αποτελεί βασικό τομέα κινδύνου για τους επενδυτές, πέρα από άλλους εσωτερικούς και παγκόσμιους παράγοντες. Πράγματι, παρά το γεγονός ότι η κεντρική τράπεζα προχώρησε σε σύσφιξη της νομισματικής της πολιτικής τους τελευταίους μήνες, οι αυξανόμενες ανησυχίες των επενδυτών για τις πολυάριθμες γεωπολιτικές τριβές της Τουρκίας έχουν οδηγήσει την τουρκική λίρα σε κατάρρευση. Από τα μέσα Ιουλίου,  έχει μειωθεί κοντά στο 14% έναντι του δολαρίου και τώρα περισσότερο από 25% από τις αρχές του έτους.

Η κλιμάκωση της σύγκρουσης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ ή/και η αύξηση της απειλής κυρώσεων (που σχετίζονται είτε με τη διαμάχη για τα δικαιώματα φυσικού αερίου στη Μεσόγειο είτε με τον ρωσικό αμυντικό εξοπλισμό) αποτελούν τη φλόγα που μπορεί να κάψει την οικονομία και τις αγορές της Τουρκίας (νόμισμα, μετοχές, ομόλογα), τονίζει η Capital Economics.

Στο χειρότερο σενάριο, η εμπειρία του 2018 δείχνει ότι η λίρα θα μπορούσε να υποστεί ημερήσιες βουτιές έως και 10-12% έναντι του δολαρίου, με τα spreads των τουρκικών ομολόγων να εκτοξεύονται στα ύψη. Αυτό πιθανότατα θα ανάγκαζε την κεντρική τράπεζα να «σφίξει» πιο έντονα τις νομισματικές συνθήκες. Ίσως το πιο ανησυχητικό, ωστόσο, είναι ότι η αυξημένη αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Τουρκίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα στον τραπεζικό της κλάδο.

Πηγή: Capital