Ο γερμανικός πληθωρισμός είναι πιθανό να ενισχυθεί από τα ήδη υψηλά επίπεδα και θα παραμείνει υψηλότερα του 2% μέχρι τα μέσα του 2022, υπερβαίνοντας τον στόχο της ΕΚΤ για την Ευρωζώνη, ανέφερε η Bundesbank στο μηνιαίο της report.

Ο πληθωρισμός έχει σημειώσει άνοδο το 2021 λόγω πληθώρας έκτακτων παραγόντων, από τις αυξήσεις των φόρων μέχρι τα προβλήματα στον εφοδιασμό και τις αυξήσεις των τιμών των βασικών προϊόντων, τροφοδοτώντας μια συζήτηση σχετικά με την ανάγκη για εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική, ιδιαίτερα μεταξύ των Γερμανών που φοβούνται τον πληθωρισμό και που δείχνουν κάποια δυσπιστία στην πολιτική της ΕΚΤ.

«Τα ποσοστά πληθωρισμού στο 4% και 5% είναι πιθανώς σε προσωρινή βάση από τον Σεπτέμβριο μέχρι και το τέλος του έτους» ανέφερε η Bundesbank.

«Ο πληθωρισμός τότε πιθανώς θα μειωθεί αισθητά στις αρχές του 2022, αλλά θα συνεχίσει να είναι πάνω από το 2% μέχρι τα μισά του έτους» διευκρίνισε.

Παρόλο που οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι τα υψηλά ποσοστά των τελευταίων μηνών είναι προσωρινά, υπάρχει μια συζήτηση για το πόσες από αυτές τις εφάπαξ πιέσεις στις τιμές, μπορεί να μεταφραστούν σε μόνιμο πληθωρισμό μέσω των λεγόμενων επιδράσεων του δεύτερου γύρου.

Ακόμη και η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, υποστηρίζει ότι «πολλές» από τις αιτίες του υψηλού πληθωρισμού είναι προσωρινές, υποδεικνύοντας ότι επίσης αναμένει πως κάποιοι από τους παράγοντες θα διαρκέσουν και μετά την πανδημία.

Παρ’ όλα αυτά η ΕΚΤ αναμένει ότι η αύξηση των τιμών θα παραμείνει χαμηλή και κάτω από τον στόχο του 2% για τα επόμενα χρόνια.

Οι συντηρητικοί φορείς χάραξης της νομισματικής πολιτικής υποστηρίζουν ότι το κενό μεταξύ του πληθωρισμού και του στόχου της ΕΚΤ για το 2% είναι μάλλον στενό, επομένως μόνο μερικές από αυτές τις επιπτώσεις του β΄ γύρου θα πρέπει να υλοποιηθούν για να οδηγηθεί ο πληθωρισμός υψηλότερα.

Ωστόσο οι συντηρητικοί παραμένουν μειονότητα στο δ.σ. της ΕΚΤ, επομένως η εξαιρετικά χαλαρή πολιτική είναι πιθανό να συνεχιστεί για χρόνια.

Βέβαια η ΕΚΤ αναμένεται να τερματίσει το πρόγραμμα τόνωσης της οικονομίας τον επόμενο Μάρτιο και η βασική συζήτηση στους επόμενους μήνες θα αφορά στο εάν θα αντικαταστήσει αυτή τη χαμένη στήριξη με άλλα μέτρα.