Το μέλλον της Ελλάδας μετά το μνημόνιο δεν θα είναι πολύ διαφορετικό από το παρόν, αφού θα περιλαμβάνει στόχους, εκθέσεις συμμόρφωσης, ακόμη και δόσεις, αναφέρει το Bloomberg, καταρρίπτοντας το αφήγημα περί «καθαρής εξόδου».
Το ειδησεογραφικό πρακτορείο αναφέρεται στο σχέδιο της κυβέρνησης για τη μεταμνημονιακή εποπτεία που διέρρευσε στα ΜΜΕ. Στο έγγραφο προβλέπονται αξιολογήσεις ανά τρίμηνο των οικονομικών της χώρας από επόπτες που θα εκπροσωπούν τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Τυχόν «περιθώριο της Ελλάδας να διαμορφώσει τις πολιτικές της» θα είναι περιορισμένο από «τη συνεχιζόμενη δέσμευση απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς» μέχρις ότου διασφαλιστεί ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποφασίστηκαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων στήριξης περιφρουρούνται, αναφέρει το έγγραφο.
Σύμφωνα με το Bloomberg, η υπερχρεωμένη Ελλάδα καλείται επίσης να διατηρεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και να μην συσσωρεύει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους προμηθευτές του.
Οι «μετρήσιμες» και «σαφώς προσδιορισμένες» δεσμεύσεις ποικίλλουν από την επίτευξη μεριδίου 30% κεντρικών προμηθειών στις συνολικές δαπάνες νοσοκομείων έως την ολοκλήρωση του 45% του Κτηματολογίου έως τα μέσα του 2020.
Το “καρότο” που προσφέρεται για αυτή την «ενισχυμένη εποπτεία» θα είναι ετήσιες δόσεις από τα κέρδη που αποκόμισαν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης από το χαρτοφυλάκιο ελληνικών ομολόγων και εξάλειψη ποινής τόκων για κάποια δάνεια του προγράμματος στήριξης.
«Οι δόσεις θα μπορούσαν να καταβάλλονται σε ισόποσα ετήσια μεγέθη της τάξης του 1,2 δισ. ευρώ τον Ιουνίου κάθε έτους ή θα μπορούσαν να χωριστούν σε δύο εξαμηνιαίες υπο-δόσεις, τον Ιούνιο και το Δεκέμβριο».
Εκτός από το καρότο των δόσεων οι πιστωτές θα μπορούσαν επίσης να στηριχτούν στο μαστίγιο των αυξανόμενων αποδόσεων των ομολόγων που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πρόσβαση των δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων στις αγορές χρέους σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί με τις δεσμεύσεις της.
Η ενισχυμένη εποπτεία «μπορεί επομένως να διακινδυνεύσει την αξιοπιστία μεταξύ των εταίρων και των αγορών».