Ρεπορτάζ: Μιχάλης Παπανίδης
Video – Φωτογραφίες: Χάρης Γκίκας
Τα ελληνικά e-shops και οι ταχυμεταφορές κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου lockdown. Απλώς κατέρρευσαν. Δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση και πολύ περισσότερο να καλύψουν το σύνολο των αναγκών της αγοράς σε χρόνους αποδεκτούς, με ακρίβεια και αποτελεσματικότητα. Ουσιαστικά ακύρωσαν τον ρόλο και την παρουσία τους στην αγορά και τα εμπορεύματα «εγκλωβίστηκαν στο τελευταίο μίλι».
Οι ευθύνες είναι βαριές, πολλές και με… ονοματεπώνυμο.
Ο ιδιωτικός τομέας «έκλεισε τα μάτια», δεν ενδιαφέρθηκε να προβλέψει τις νέες συνθήκες στην αγορά και τελικά να πάρει και τα… λεφτά. Έτσι δεν έγιναν επενδύσεις, δεν έγιναν προσλήψεις, δεν μισθώθηκαν οχήματα, δεν εκπαιδεύτηκε το προσωπικό. Μόνος και ασυντόνιστος ο κλάδος των ταχυμεταφορών αφέθηκε στην τύχη του. Κι εδώ έρχεται η καταγραφή των κυβερνητικών ευθυνών.
(Μεγάλος αριθμός δεμάτων στις εγκαταστάσεις των εταιρειών ταχυμεταφορών)
Το αρμόδιο Υπουργείο Ανάπτυξης δεν έκανε ούτε μια σύσκεψη ουσίας την άνοιξη μετά την πρώτη καραντίνα, ούτε το καλοκαίρι, ούτε ακόμα και το φθινόπωρο, όταν όλα έδειχναν ότι δεν θα αποφευχθεί ένα δεύτερο lockdown. Δεν εξετάστηκαν η κατάσταση του κλάδου, οι τρόποι άμεσης και αποτελεσματικής βελτίωσης. Δεν θεσπίστηκαν κίνητρα επενδύσεων και προσλήψεων και γενικώς ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου για το οποίο τόσο κόπτονται στα συνέδρια και τις ημερίδες, ούτε οργανώθηκε η στήριξή του από τις ταχυμεταφορές.
(Δήλωση πολίτη που περιμένει στην ουρά να παραλάβει το πακέτο του)
Στην περίπτωση του δεύτερου lockdown, τα e-shops και οι εταιρείες ταχυμεταφορών είχαν προετοιμαστεί για όγκους ίδιους ή και ελαφρά υψηλότερους (έως 15%) του πρώτου lockdown. Και μέχρι εκεί. Δεν έκαναν εκτίμηση της συγκυρίας του συνδυασμού του lockdown με την Black Friday και την προ-εορταστική περίοδο, που ήταν δεδομένο ότι θα προέκυπταν πολύ υψηλότεροι όγκοι, οι οποίοι απαιτούν και διπλάσιες υποδομές, εξοπλισμό αλλά και προσωπικό σε όλα τα επίπεδα. Προτίμησαν, λοιπόν, να «κινηθούν με βάρκα την ελπίδα». Ο καλός Θεός της Ελλάδας όμως δεν τους έκανε το χατίρι.
Αποτέλεσμα, σύμφωνα με συγκεκριμένες πηγές, ήταν ο κλάδος σε πολλές περιπτώσεις να καταρρεύσει, η εφοδιαστική αλυσίδα να σπάσει και ακόμα και μεγάλες εταιρείες ταχυμεταφορών, αλλά και ηλεκτρονικά καταστήματα μεγάλων εταιρειών να διακόψουν την λειτουργία τους για μερικές ημέρες, επιδιώκοντας ελεγχόμενη καθυστέρηση στη ροή των αποστολών, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στους συσσωρευμένους όγκους παραγγελιών και δεμάτων.
Στο ερώτημα εφόσον υπάρχει αυξημένη ζήτηση των υπηρεσιών γιατί η ACS δεν προσλαμβάνει περισσότερο προσωπικό για να εξυπηρετήσει το κοινό, αλλά και περισσότερους courier με μηχανάκια, πηγές της εταιρείας αναφέρουν ότι είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι ο μεγαλύτερος όγκος των αποστολών διακινείται με φορτηγά αυτοκίνητα και βαν, καθώς η αύξηση στη ζήτηση των υπηρεσιών προέρχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις αποστολές των e-shops, αλλά και γενικότερα από τη διανομή πακέτων και όχι φακέλων.
Δεν προχώρησαν ωστόσο σε μισθώσεις μίνι βαν και απλών επαγγελματικών αυτοκινήτων μαζί με τις αναγκαίες προσλήψεις προσωπικού και κυρίως οδηγών, έστω με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Στο 16% και πλέον ανέρχεται η ανεργία και ακόμη και όσοι κόπτονται για τη συγκράτηση των απολύσεων δεν έσπευσαν να δώσουν διέξοδο σε δεκάδες χιλιάδες ανέργους να βρουν έναν, δύο ή και περισσότερους μισθούς πέριξ των Χριστουγέννων.
Για παράδειγμα, η ACS ανακοίνωσε ότι έχει προχωρήσει από την αρχή του πρώτου lockdown έως σήμερα στην αγορά και μίσθωση περισσότερων από 150 vans και στη μίσθωση άνω των 20 φορτηγών και νταλικών ΔΧ, έχοντας πλέον συνολικά περισσότερα από 800 βαν και 100 φορτηγά και νταλίκες ΔΧ. Παράλληλα προχώρησε και στις προσλήψεις προσωπικού στα κεντρικά αλλά και στα καταστήματά της, τόσο κατά το πρώτο lockdown όσο και στο δεύτερο, οι οποίες αθροιστικά εκτιμώνται ότι ξεπερνούν τους 500 εργαζόμενους. Προφανώς τα νούμερα θα έπρεπε να είναι πολλαπλάσια, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι θέμα μίας και μόνο εταιρείας.
Οι άλλες εταιρείες του κλάδου δεν προχώρησαν ούτε σε στοιχειώδη ενίσχυση παγίων, εξοπλισμού και προσωπικού. Και κανείς δεν άσκησε ελέγχους ή έστω δεν κατέγραψε τις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα.
Η κυβέρνηση προτίμησε να μην κάνει τίποτα και επιπρόσθετα μέσα στη δεύτερη καραντίνα αποφάσισε να προχωρήσει στην αναδιάρθρωση των ΕΛΤΑ, λες και δεν θα μπορούσε το σχέδιο εξυγίανσης να τρέξει αργά την άνοιξη.
Μεγάλες οι ευθύνες και του ηλεκτρονικού εμπορίου (e-shops)
Τα καταστήματα ηλεκτρονικού εμπορίου έχουν τις δικές τους ευθύνες.
Ούτε ο δικός τους μηχανισμός δούλεψε αποτελεσματικά. Εμπορικές ιστοσελίδες έπεσαν, παραγγελίες χάθηκαν ή δεν εκτελέστηκαν ποτέ, τα έξοδα μεταφοράς αυξήθηκαν ακόμη και σε 10-12 ευρώ για ένα μικρό δέμα και η αντικαταβολή εγκαταλείφθηκε. Μπήκαν στο δεύτερο lockdown με «βάρκα την ελπίδα», με αποτέλεσμα όταν το πρόβλημα των αποστολών έγινε πιεστικό να μισθώνουν μέχρι και… ταξί για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους.
Και αυτό για τους «μεγάλους παίκτες». Οι μικρότεροι ακολούθησαν άλλες οδούς, όχι και τόσο νόμιμες…
Το στοίχημα για τις ταχυμεταφορές
Όπως επισημαίνεται από πηγές των ταχυμεταφορών, σίγουρα το θέμα είναι η εύρυθμη παράδοση των αποστολών, η οποία όμως εξαρτάται από δύο παράγοντες. Ο ένας παράγοντας είναι ο όγκος των αποστολών που μπορεί να διανεμηθεί ημερησίως, ο οποίος είναι πολύ σημαντικός, αλλά εξίσου σημαντικός είναι και ο δεύτερος παράγοντας, δηλαδή η δυνατότητα αποθήκευσης των αποστολών πριν τη διανομή τους.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό, αν και με μία δόση υπερβολής: ακόμα και αν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ημερήσιες διανομές από 1.000.000 courier σε όλη την επικράτεια, αν για την αποθήκευση του συνολικού ημερήσιου όγκου των αποστολών ήταν απαραίτητοι αποθηκευτικοί χώροι 10.000.000 τ.μ. και αυτοί δεν ήταν διαθέσιμοι, πάλι θα υπήρχε πρόβλημα στην ομαλή λειτουργία των εταιρειών.
Άρα απαιτείται κατανόηση των δεδομένων και των συνθηκών και οι καταναλωτές να έχουν υπομονή μέχρι να αρθούν το lockdown και οι περιορισμοί ώστε -όπως έγινε και στο πρώτο lockdown- να υπάρχει σταδιακά αποκατάσταση της κανονικότητας, κάτι το οποίο προβλέπεται να γίνει μετά το τέλος της εορταστικής περιόδου, καθώς με το άνοιγμα των φυσικών καταστημάτων τον Δεκέμβριο θα πέσει μεν ο ρυθμός αύξησης των αποστολών από τις online παραγγελίες, αλλά και πάλι θα διατηρηθεί σε επίπεδα άνω των δυνατοτήτων της αγοράς.