Τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που συμφωνήθηκαν για την Ελλάδα, αφότου ενέσκηψε η χρηματοπιστωτική κρίση, εξασφάλισαν βραχυπρόθεσμη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και βοήθησαν να προχωρήσουν ως έναν βαθμό οι μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Βέβαια, τα προγράμματα αυτά συνέβαλαν περιορισμένα μόνο στην ανάκαμψη της χώρας και, σύμφωνα με την κατάσταση που διαπιστώθηκε στα μέσα του 2017, δεν είχαν επιτύχει να αποκαταστήσουν την ικανότητά της να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της από τις αγορές.
Η χρηματοδότηση που προέβλεπε το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής το 2010 ανερχόταν σε 110 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ τα επόμενα δύο, του 2012 και του 2015, προέβλεπαν τη διάθεση 172,6 δισ. και 86 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Τα προγράμματα στόχευαν στην παγίωση οικονομικής σταθερότητας στην Ελλάδα, καλύπτοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες της οικονομίας, με αντάλλαγμα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας, και αποτρέποντας τοιουτοτρόπως τη μετάδοση της οικονομικής κρίσης στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ.
«Τα προγράμματα προώθησαν μεταρρυθμίσεις και αποσόβησαν τον κίνδυνο η Ελλάδα να αθετήσει τις υποχρεώσεις της. Ωστόσο, η ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτείται πλήρως από τις χρηματοπιστωτικές αγορές εξακολουθεί να αποτελεί δύσκολο εγχείρημα» δήλωσε ο Baudilio Tomé Muguruza, μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση.
Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι η Επιτροπή δεν διέθετε προηγούμενη πείρα στη διαχείριση ενός τέτοιου εγχειρήματος και ότι οι όροι των προγραμμάτων δεν είχαν ιεραρχηθεί σωστά με βάση τη σημασία τους, ούτε εντάχθηκαν σε κάποια ευρύτερη στρατηγική για τη χώρα. Επιπλέον, οι μακροοικονομικές παραδοχές των προγραμμάτων δεν αιτιολογούνταν καταλλήλως.
Η συνεργασία με τους άλλους θεσμούς ήταν μεν αποτελεσματική αλλά άτυπη. Η από μέρους της Επιτροπής παρακολούθηση της συμμόρφωσης ως προς την υλοποίηση των προγραμμάτων από την Ελλάδα ήταν ικανοποιητική.
Ανάμικτη ήταν επίσης η εικόνα που σχημάτισαν οι ελεγκτές όσον αφορά στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων σε τέσσερις κρίσιμους τομείς πολιτικής: τη φορολογία, τη δημόσια διοίκηση, την αγορά εργασίας και τον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Οι μεταρρυθμίσεις στη φορολογία και τη δημόσια διοίκηση είχαν ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση δημοσιονομικών πόρων, ωστόσο η υλοποίηση των διαρθρωτικών πτυχών των μεταρρυθμίσεων ήταν μακράν λιγότερο ικανοποιητική.
Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος αναδιαρθρώθηκε σημαντικά, με μεγάλο όμως κόστος. Σε γενικές γραμμές, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι οι ειδικοί στόχοι των προγραμμάτων είχαν επιτευχθεί μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Τα προγράμματα εξασφάλισαν πράγματι αξιοσημείωτη εξυγίανση, καθώς το ισοζύγιο του προϋπολογισμού βελτιώθηκε κατά 17 % του ΑΕΠ το διάστημα 2009-2015. Ωστόσο, η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας κατά την ίδια περίοδο, σε συνδυασμό με το κόστος αναχρηματοδότησης του προηγουμένως σωρευθέντος χρέους, είχαν ως αποτέλεσμα τη συνεχή άνοδο του δείκτη χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας.
Κατά συνέπεια, η χώρα εξακολουθεί να μην είναι σε θέση να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της από τις αγορές.
Στο πλαίσιο του εν προκειμένω ελέγχου, οι ελεγκτές επιχείρησαν να αξιολογήσουν τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στα προγράμματα, κατ’ εφαρμογήν της εντολής τους περί ελέγχου της αποτελεσματικότητας της διαχείρισής της.
Η ΕΚΤ, ωστόσο, αμφισβήτησε την εντολή των ελεγκτών και δεν τους παρείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.
Ως εκ τούτου, οι ελεγκτές δεν ήταν σε θέση να αναφερθούν στον ρόλο της ΕΚΤ.
Οι ελεγκτές διατυπώνουν σειρά συστάσεων προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που σκοπό έχουν τη βελτίωση του σχεδιασμού και της υλοποίησης των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Οι συστάσεις αυτές έτυχαν πλήρους αποδοχής.