Ο σχεδιασμός της επιστροφής της Ελλάδας στις χρηματοοικονομικές αγορές αναλύεται, μεταξύ άλλων, στο τελευταίο δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank, με την τράπεζα να στέκεται ιδιαίτερα σε τρία σημεία: στο απόθεμα των ρευστών διαθεσίμων, στις ρυθμίσεις για το χρέος και στις ιδιωτικοποιήσεις.

«Καθώς πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα απόθεμα ρευστών διαθεσίμων (cash buffer) προκειμένου να διευκολυνθεί η έξοδος της Ελλάδος στις διεθνείς αγορές ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών», αναφέρει στην ανάλυση της η Alpha Bank και προσθέτει:

«Με βάση τις εκτιμήσεις του ESM στην έκθεση για την τρίτη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, ένα απόθεμα ύψους €17 δισ. είναι αρκετό για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας από το τέλος του προγράμματος (Αύγουστος 2018) και για διάστημα ενός έτους και €30 δισ. περίπου έως το τέλος του 2020».

Η πρόοδος στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων, αλλά και τα αναμενόμενα έσοδα από SMP και ANFA (κέρδη ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από την αγορά ελληνικών ομολόγων) εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν το αποθεματικό κεφάλαιο, ελαχιστοποιώντας συνεπώς μια εκ νέου ενίσχυση της αβεβαιότητας που θα προέλθει από την ανησυχία για το αν η χώρα μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες.

Συνεπώς, όσο μεγαλύτερο είναι το κεφαλαιακό απόθεμα, τόσο ομαλότερη η έξοδος της χώρας στις αγορές και ως εκ τούτου, η ενίσχυση των αναπτυξιακών της προοπτικών.

Επιπλέον, η εξειδίκευση των μέτρων για το χρέος και η εφαρμογή τους μετά το τέλος του προγράμματος θα προσδώσει ακόμη μεγαλύτερη αξιοπιστία στο εγχείρημα της εξόδου στις διεθνείς αγορές για τη χρηματοδότηση των αναγκών του ελληνικού Δημοσίου, αφού το επενδυτικό κοινό θα γνωρίζει με σαφήνεια ότι η χώρα δύναται να εξυπηρετήσει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες.

Τέλος, ο σχεδιασμός της εξόδου περιλαμβάνει την πλήρη εφαρμογή του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.

Η ταχεία υλοποίηση τους είναι απαραίτητη, πρώτον, διότι τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους, και δεύτερον, διότι τα σχετικά επενδυτικά σχέδια θα προσελκύσουν άμεσες ξένες επενδύσεις ενισχύοντας την ανάπτυξη της χώρας και συμπιέζοντας ακόμη περισσότερο το λόγο χρέους προς ΑΕΠ, βελτιώνοντας κατά συνέπεια τις επενδυτικές προσδοκίες.