Τα βασικά συμπεράσματα για την εξέλιξη των μεγεθών της αγοράς εργασίας αναλύει στην εβδομαδιαία της έκθεση η Alpha Bank. Επισημαίνει ότι η πανδημική κρίση έχει μεν επιβραδύνει, σε μεγάλο βαθμό, αλλά δεν έχει ανακόψει πλήρως την πτωτική τάση του ποσοστού της ανεργίας που παρατηρείται, τα τελευταία έτη, καθώς αυτό διαμορφώθηκε σε 16,4%, κατά μέσο όρο, το πρώτο εννεάμηνο του 2020, έναντι 17,5%, το ίδιο διάστημα του 2019 (μέσος όρος τριών τριμήνων, μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία).
Δεύτερον, η αύξηση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού φαίνεται ότι συνδέεται άμεσα με την επιβολή lockdown και τις συνθήκες κοινωνικής αποστασιοποίησης, καθώς παρουσίασε τάσεις εξομάλυνσης, στο τρίτο τρίμηνο του 2020, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Συγκεκριμένα, η μετακίνηση ανέργων προς τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό συνεχίστηκε μεν, αλλά ήταν ηπιότερη το τρίτο τρίμηνο του 2020, σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Πιο αναλυτικά, ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός αυξήθηκε, το τρίτο τρίμηνο, κατά 1%, σε ετήσια βάση, γεγονός που εξηγείται, πρωτίστως, από τη μετακίνηση των ανέργων, προς την εν λόγω πληθυσμιακή ομάδα, καθώς αρκετά άτομα που αναζητούσαν εργασία, δηλώνουν ότι δεν είναι, πλέον, διαθέσιμα να εργαστούν.
Τρίτον, η αύξηση των απουσιών από την εργασία και η πτώση των ωρών εργασίας αποτελούν τους κύριους παράγοντες της μείωσης του εισοδήματος από την εργασία, κατά το τρέχον έτος, καθώς τα μέτρα που υιοθέτησε η Ελληνική Κυβέρνηση για τη στήριξη της απασχόλησης είχαν ως αποτέλεσμα την άμβλυνση των επιπτώσεων -σε γενικές γραμμές- στις θέσεις εργασίας (μόλις -1%, σε ετήσια βάση, το πρώτο εννεάμηνο του 2020) και, ως εκ τούτου, τη συγκράτηση του ποσοστού της ανεργίας.
Στο πλαίσιο ορισμένων εξ αυτών των μέτρων, όπως π.χ. το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ για την ενίσχυση της απασχόλησης (συμπεριλαμβανομένης και της εποχικής απασχόλησης) ή το μέτρο αναστολής συμβάσεων εργασίας, αυξήθηκαν σημαντικά οι απουσίες από την εργασία και, ως εκ τούτου, μειώθηκε ο αριθμός των ωρών εργασίας ανά εβδομάδα.
Συγκεκριμένα, το δεύτερο τρίμηνο του 2020, διάστημα κατά το οποίο ήταν σε πλήρη ισχύ τα εν λόγω μέτρα, οι ώρες εργασίας διαμορφώθηκαν, κατά μέσο όρο, σε 30,3, έναντι 39,4 ώρες, το ίδιο τρίμηνο του 2019.
Το τρίτο τρίμηνο του 2020, ωστόσο, μετά τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων και δεδομένου ότι μέρος μόνο των έκτακτων μέτρων στήριξης ήταν σε εφαρμογή, για συγκεκριμένους κλάδους που πλήττονταν από την πανδημία, οι ώρες εργασίας ανέκαμψαν στο αντίστοιχο περσινό επίπεδο (38,4 ώρες, ανά εβδομάδα, έναντι 38,5 ώρες, το τρίτο τρίμηνο του 2019).
Πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι, κυρίως, οι μειωμένες ώρες εργασίας -και λιγότερο η απώλεια θέσεων εργασίας- είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση των εισοδημάτων από εργασία.
Σύμφωνα με το International Labour Organisation, η συνολική απώλεια της μισθολογικής δαπάνης (total wage bill) που καταγράφηκε μεταξύ του δεύτερου και του πρώτου τριμήνου του 2020 στη χώρα μας διαμορφώθηκε σε 9,6%, χωρίς να συνυπολογίζονται οι αποζημιώσεις που έλαβαν οι εργαζόμενοι, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης που υιοθέτησε η Ελληνική Κυβέρνηση.
Το μεγαλύτερο μέρος της εν λόγω πτώσης, δηλαδή οι 9,4 ποσοστιαίες μονάδες προήλθαν από τις μειωμένες ώρες εργασίας, ενώ μόλις 0,2 της ποσοστιαίας μονάδας προέκυψε από την απώλεια των θέσεων εργασίας. Σε σύγκριση με επιλεγμένες ευρωπαϊκές χώρες, παρατηρείται, μάλιστα, ότι η αναλογία αυτή ήταν πιο έντονη στη χώρα μας.
Τέταρτον, η πτώση των ωρών εργασίας, 2 κατά το τρίτο τρίμηνο του 2020, σε ετήσια βάση, ήταν εντονότερη στις δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης (-51,2%), ενώ ακολούθησαν τα ορυχεία-λατομεία (-10,2%), η μεταφορά και αποθήκευση (-9,3%), οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (-8%), οι επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες (-7,7%) και η μεταποίηση (-3%). Αντίθετα, αύξηση σημειώθηκε στις ώρες εργασίες, το τρίτο τρίμηνο του 2020, στον κλάδο των κατασκευών και της ενέργειας, κατά 8,8% και 2,7%, αντίστοιχα, σε ετήσια βάση.
Πέμπτον, βάσει των ανωτέρω, η πανδημική κρίση, τους πρώτους εννέα μήνες του 2020, έχει μεν οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου υποχώρηση του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), δίχως, ωστόσο, σημαντικές επιπτώσεις επί του δυνητικού ΑΕΠ.
Οι επιδράσεις στον παραγωγικό συντελεστή εργασία φαίνονται προσωρινές και, αν ληφθεί υπόψιν η οριακή άνοδος των επενδύσεων, το πρώτο εννεάμηνο του 2020, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019 (+0,3%), συμπεραίνεται ότι οι παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν επηρεαστεί, σε σημαντικό βαθμό, από την πανδημική κρίση.
Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στην ελαφρά μείωση του δυνητικού ΑΕΠ, το 2020 (-0,9%, σε ετήσια βάση), σύμφωνα με την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το δυνητικό ΑΕΠ, το οποίο ορίζεται ως το ΑΕΠ που θα παραγόταν, αν απασχολούνταν πλήρως όλοι οι παραγωγικοί συντελεστές της οικονομίας, συνήθως αντικατοπτρίζει τις συνθήκες στην πλευρά της προσφοράς, δηλαδή το επίπεδο του κεφαλαίου, της εργασίας αλλά και της συνολικής παραγωγικότητας.
Κατά τη διάρκεια της τρέχουσας πανδημικής κρίσης, η μεγάλη και απότομη πτώση της ζήτησης, λόγω των περιοριστικών μέτρων, της αβεβαιότητας και του φόβου επιμόλυνσης, είχε την ανάλογη επίπτωση στο πραγματικό ΑΕΠ της χώρας μας, το οποίο, το 2020, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο συγκριτικά με την ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας.
Ωστόσο, το δυνητικό ΑΕΠ, το οποίο ήδη βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο, εξαιτίας της αποεπένδυσης και του brain drain που έλαβαν χώρα κατά την παρατεταμένη ύφεση της περασμένης δεκαετίας, προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει σημαντικά λιγότερο σε σύγκριση με το πραγματικό ΑΕΠ, στο τρέχον έτος, οδηγώντας σε επιδείνωση του παραγωγικού κενού που είναι η διαφορά μεταξύ πραγματικού και δυνητικού ΑΕΠ.
Η εξέλιξη αυτή διαμορφώνει ένα σκηνικό αδύναμης ενεργού ζήτησης και ερμηνεύει, σε μεγάλο βαθμό, την πτωτική τάση του γενικού επιπέδου τιμών καταναλωτή, η οποία διαμορφώθηκε σε -1,1% στο πρώτο ενδεκάμηνο του έτους, σε ετήσια βάση. Παρά την υψηλή αβεβαιότητα, η επικείμενη διάθεση αποτελεσματικών εμβολίων προσδίδουν έναν προσωρινό χαρακτήρα στην τρέχουσα πανδημική κρίση.
Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγικοί συντελεστές, μετά από κάποιους μήνες και όταν αρθούν τα περιοριστικά μέτρα, θα εξακολουθούν να είναι διαθέσιμοι, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι μετά την αναστολή εργασίας θα επιστρέψουν στην εργασία τους, με βάση τα μέτρα στήριξης της Κυβέρνησης για την απασχόληση.
Επιπρόσθετα, σε πιο μακροχρόνιο, μάλιστα, ορίζοντα, οι επενδύσεις στο φυσικό κεφάλαιο, μέσω του προγράμματος “Next Generation EU”, αναμένεται ότι θα έχουν θετικό αντίκτυπο στις παραγωγικές ικανότητες της οικονομίας και, κατ’ επέκταση, στο δυνητικό ΑΕΠ.
Επαγγελματικά Ακίνητα: Άνοδος των τιμών και πτώση των μισθωμάτων το πρώτο εξάμηνο του 2020
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ο δείκτης τιμών των γραφείων αυξήθηκε κατά 2%, σε ετήσια βάση, το πρώτο εξάμηνο του 2020, έναντι αντίστοιχης περυσινής αύξησης ύψους 4,1%. Παράλληλα, το ίδιο χρονικό διάστημα, ο δείκτης τιμών των καταστημάτων σημείωσε άνοδο κατά 3%, σε ετήσια βάση, έναντι ετήσιας αύξησης 7,7%, το πρώτο εξάμηνο του 2019.
Οι τιμές των γραφείων αυξήθηκαν, για έκτο συνεχόμενο εξάμηνο, σε ετήσια βάση, ενώ οι τιμές των καταστημάτων ακολουθούν σταθερά ανοδική πορεία, για επτά διαδοχικά εξάμηνα. Ωστόσο, οι ρυθμοί αύξησης των τιμών, τόσο των γραφείων, όσο και των καταστημάτων, επιβραδύνθηκαν σημαντικά, το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, σε σύγκριση με την προηγούμενη διετία.
Αναφορικά με την ανάλυση ανά γεωγραφική περιοχή, αξίζει να σημειωθεί ότι η άνοδος των τιμών των καταστημάτων ήταν μεγαλύτερη, σε ετήσια βάση, το πρώτο εξάμηνο του 2020, στη Θεσσαλονίκη (+9,5%) και στις λοιπές περιοχές (+3,8%), σε σύγκριση με την Αθήνα (+1,5%). Αντίθετα, στην περίπτωση του δείκτη τιμών των γραφείων, η θετική μεταβολή ήταν εντονότερη στην Αθήνα, καθώς διαμορφώθηκε σε 2,8%, έναντι 1%, στη Θεσσαλονίκη και 1,2%, στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Όσον αφορά στην πορεία της αξίας των μισθωμάτων, σημειώνεται ότι, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020, ο σχετικός δείκτης των γραφείων μειώθηκε κατά 1,5%, σε ετήσια βάση, ενώ των καταστημάτων, αντίστοιχα, κατά 1,1%. Η πτώση των μισθωμάτων, πιθανότατα, οφείλεται στην πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, εξαιτίας της πανδημίας Covid-19, στο διάστημα αυτό.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο εννεάμηνο του 2020, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα στη χώρα αυξήθηκε, συγκριτικά με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, κατά 15,1%, με βάση τον αριθμό των εκδοθεισών οικοδομικών αδειών, κατά 14,5%, με βάση την επιφάνεια (σε χιλ. τετραγωνικά μέτρα) και κατά 10,8%, με βάση τον όγκο της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας.
Αντίστοιχα, τον Σεπτέμβριο, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα αυξήθηκε, σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο 2019, κατά 28,7%, με βάση τον αριθμό των εκδοθεισών οικοδομικών αδειών και κατά 13,6%, με βάση την επιφάνεια, ενώ μειώθηκε κατά 14,1%, με βάση τον όγκο της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας.
Αναλυτικότερα, τους πρώτους εννέα μήνες του 2020, εκδόθηκαν 13.518 άδειες οικοδομής, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε 2.863,8 χιλ. τετραγωνικά μέτρα και σε 12.353,2 χιλ. κυβικά μέτρα. Από τις 13 Περιφέρειες της χώρας, οι 8 σημείωσαν θετική ετήσια μεταβολή, σε όρους όγκου ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα, αύξηση, σε ετήσια βάση, καταγράφηκε στις Περιφέρειες της Στερεάς Ελλάδας (+68,7%), των Ιόνιων Νήσων (+29,7%), της Δυτικής Ελλάδας (+24,3%), της Θεσσαλίας (+19,9%), της Πελοποννήσου (+16,5%), της Αττικής (+12,4%), της Κεντρικής Μακεδονίας (+10,1%) και της Ηπείρου (+9,8%). Αντίθετα, μείωση, σε ετήσια βάση, παρουσίασαν οι Περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας (-22,4%), του Νοτίου Αιγαίου (-15,8%), της Κρήτης (-8,2%), του Βορείου Αιγαίου (-6,3%) και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (-2,6%).
Επιπλέον, το 45% των νέων οικοδομικών αδειών εκδόθηκαν στις Περιφέρειες Αττικής (2.734), Κεντρικής Μακεδονίας (2.012) και Νοτίου Αιγαίου (1.330). Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της DG-ECFIN και του ΙΟΒΕ, τον Νοέμβριο, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στις ιδιωτικές κατασκευές σημείωσε άνοδο της τάξης των 6,2 μονάδων, σε μηνιαία βάση και διαμορφώθηκε στις 60,5 μονάδες.
Συγκριτικά με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, ωστόσο, ο εν λόγω δείκτης επιδεινώθηκε (Νοέμβριος 2019: 66 μονάδες). Από τις επιμέρους συνιστώσες του δείκτη, οι προβλέψεις για το επίπεδο των προγραμματισμένων εργασιών του κλάδου κινήθηκαν σε αρνητικά επίπεδα και διαμορφώθηκαν στις -56 μονάδες, βελτιωμένες, όμως, συγκριτικά με τον Οκτώβριο (-86 μονάδες).
Τέλος, οι προβλέψεις για την απασχόληση του κλάδου επιδεινώθηκαν περαιτέρω, καθώς διαμορφώθηκαν στις -35 μονάδες, τον Νοέμβριο, από -16 μονάδες, τον Οκτώβριο.