Οι πρόσφατες ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους επιβεβαιώνουν ότι:
(α) η πανδημική κρίση στην Ελλάδα έγινε αισθητή κυρίως ως μία διαταραχή της εξωτερικής ζήτησης και
(β) η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που υιοθετήθηκε, σε συνδυασμό με την ισχυρή πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις, οδήγησε σε σημαντική άμβλυνση των επιπτώσεων στη συνολική δαπάνη και στις θέσεις απασχόλησης.
Τα κύρια συμπεράσματα από την ανάλυση των εθνικολογιστικών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία του ΑΕΠ και των συνιστωσών του, σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank, έχουν ως ακολούθως:
Πρώτον, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων στη χώρα μας, τον Μάιο και τον Ιούνιο, η οικονομική δραστηριότητα, σταδιακά, έτεινε, κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους, προς μία «ατελή κανονικότητα», με έναν ασύμμετρο τρόπο μεταξύ των κλάδων δραστηριότητας. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώθηκε στην αύξηση του ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου κατά 2,3% σε τριμηνιαία, εποχικά διορθωμένη βάση, έναντι αντίστοιχης μείωσης κατά 14,1% στο δεύτερο τρίμηνο, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η άνοδος του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, το τρίτο τρίμηνο του 2020, σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, διαμορφώθηκε σε 12,6%, σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη του ΑΕΠ της Ελλάδας, εξέλιξη που συνδέεται πιθανώς με την πιο επιτυχή διαχείριση της υγειονομικής κρίσης στη χώρα μας στο δεύτερο τρίμηνο, αλλά και τη μεγαλύτερη εξάρτησή της από τον τουρισμό στο τρίτο τρίμηνο.
Δεύτερον, η πτώση του ΑΕΠ, στο τρίτο τρίμηνο του 2020, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, διαμορφώθηκε στο 11,7%, ελαφρώς μικρότερη συγκριτικά με τη συρρίκνωση του δευτέρου τριμήνου σε ετήσια βάση (14,2%) που ήταν αποτέλεσμα του καθολικού lockdown. Η μεγάλη υποχώρηση, σε ετήσια βάση, κατά το τρίτο τρίμηνο, αντικατοπτρίζει την άνευ προηγουμένου πτώση των τουριστικών εισπράξεων άνω του 70%, σε ετήσια βάση, σε αυτό το χρονικό διάστημα.
Το επιχείρημα της ισχυρής εξάρτησης της οικονομίας από τον τουρισμό ενισχύεται, περαιτέρω, από δύο διαρθρωτικά χαρακτηριστικά:
(α) τη σημαντική, άμεση συνεισφορά του κλάδου στο ΑΕΠ (περίπου 7%, το 2019) αλλά και τη συνολική συνεισφορά (συμπεριλαμβανομένης της έμμεσης και της επαγόμενης), η οποία βάσει υπολογισμών του World Travel and Tourism Organization αντιπροσώπευε άνω του 20% του ΑΕΠ, το 2019,
(β) το εποχικό πρότυπο του ελληνικού τουρισμού, αφού ο μεγαλύτερος όγκος των τουριστικών εισπράξεων συγκεντρώνεται στο τρίτο τρίμηνο (59%, κατά μέσο όρο, την τριετία 2017-2019).
Τρίτον, η επίδραση της πανδημίας στους κλάδους του τουρισμού και των μεταφορών αντανακλάται στο γεγονός ότι ο κύριος παράγοντας της πτώσης του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο, σε ετήσια βάση, ήταν η κατακόρυφη πτώση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 80%.
Τέταρτον, σε αντίθεση με την εξωτερική ζήτηση, η εγχώρια ιδιωτική και η δημόσια κατανάλωση, σημείωσαν άνοδο, στο τρίτο τρίμηνο, κατά 1% και 4,4%, σε ετήσια βάση, έναντι πτώσης κατά 12% και 2,7%, αντίστοιχα, στο δεύτερο τρίμηνο, εξέλιξη που οφείλεται στη στήριξη των εισοδημάτων μέσω των έκτακτων, δημοσιονομικών μέτρων, καθώς και της υποστηρικτικής πιστωτικής πολιτικής.
Πέμπτον, οι επενδύσεις μειώθηκαν οριακά, κατά 0,3%, στο τρίτο τρίμηνο του 2020, ενώ συμπεριλαμβανομένων των αποθεμάτων, αυξήθηκαν κατά 31,5%. Ως αποτέλεσμα, η συνεισφορά των επενδύσεων στη μεταβολή του ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου ήταν σχεδόν μηδενική, ενώ η θετική συμβολή των αποθεμάτων (συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών διαφορών) αντίστοιχα, διαμορφώθηκε σε 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Είναι αξιοσημείωτο ότι -εν μέσω πανδημίας- οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό αυξήθηκαν κατά 6,3% και οι επενδύσεις σε κατοικίες κατά 32,3%.
Συνολικά, στο πρώτο εννεάμηνο, παρατηρείται συρρίκνωση του ΑΕΠ της τάξης του 8,5%. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, το εύρος της πτώσης του ΑΕΠ, για το 2020 συνολικά, εκτιμάται μεταξύ 9% και 10,5% (Γράφημα 1).
Η επίδραση της καθίζησης του ελληνικού τουρισμού στον εξωτερικό τομέα και στο ΑΕΠ
Η πτώση του ΑΕΠ, σε ετήσια βάση, στο τρίτο τρίμηνο του 2020, προήλθε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, από τις χαμηλές επιδόσεις του εξωτερικού τομέα της οικονομίας και, συγκεκριμένα, από τη σημαντική υποχώρηση των εξαγωγών υπηρεσιών. Πιο αναλυτικά, η αρνητική συμβολή των καθαρών εξαγωγών διαμορφώθηκε σε 15,6 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 44,9%, σε ετήσια βάση, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές σημείωσαν ηπιότερη ετήσια πτώση, ύψους 6,4%. Η μείωση των εξαγωγών προήλθε από τη συρρίκνωση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 80%, σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2019, ενώ, αντίθετα, οι εξαγωγές αγαθών σημείωσαν άνοδο κατά 3,5%.
Παρά τη σταδιακή επαναλειτουργία του κλάδου του τουρισμού (αποτελεί το μεγαλύτερο τμήμα των εξαγωγών υπηρεσιών), από τις αρχές Ιουνίου, οι επιδόσεις του κλάδου, στο τρίτο τρίμηνο του έτους, διαμορφώθηκαν σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα από τα αντίστοιχα περυσινά.
Συγκεκριμένα, η εισερχόμενη τουριστική κίνηση ήταν μειωμένη κατά 79%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019. Το γεγονός αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην άνοδο του αριθμού των κρουσμάτων της πανδημίας COVID-19 στο τέλος του καλοκαιριού και στα έκτακτα μέτρα που έλαβε σε ορισμένες τουριστικές περιοχές η Κυβέρνηση, με σκοπό τον περιορισμό τους.
Η αρνητική συμβολή των καθαρών εξαγωγών αντισταθμίστηκε, εν μέρει, από την άνοδο της τελικής καταναλωτικής δαπάνης κατά 1,6%, η οποία συνέβαλε θετικά στη μεταβολή του ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου κατά 1,5 μονάδα. Ειδικότερα, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1%, σε ετήσια βάση, ενώ η δημόσια κατανάλωση, αντίστοιχα, κατά 4,4%. Όπως αναφέρθηκε εισαγωγικά, το γεγονός αυτό οφείλεται, πρωτίστως, στα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που τέθηκαν σε εφαρμογή, με σκοπό τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και την αντιμετώπιση των αρνητικών οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Αξίζει να αναφερθεί, ωστόσο, ότι παρά την ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, στο τρίτο τρίμηνο (+15,3%, σε τριμηνιαία βάση), η πτώση που σημειώθηκε, στο δεύτερο τρίμηνο, ήταν κατακόρυφη (-12%) και, ως εκ τούτου, συνολικά στο πρώτο εννεάμηνο του 2020, η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε, σε ετήσια βάση, κατά 3,6%.
Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας είναι συνυφασμένη, διαχρονικά, με την ανάπτυξη του τουρισμού. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, η χώρα μας σημείωσε εντυπωσιακή και συνεχή τουριστική ανάπτυξη, αφού η ελκυστικότητά της ως ταξιδιωτικού προορισμού παρέμεινε σε πολύ υψηλό επίπεδο. Παρά την ελληνική κρίση χρέους, ο αριθμός των εισερχόμενων τουριστών, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2010-2019, υπερδιπλασιάστηκε, ενώ οι αντίστοιχες τουριστικές εισπράξεις σχεδόν διπλασιάστηκαν.
Ο τουρισμός ήταν από τους λίγους κλάδους που συνέβαλαν καθοριστικά στην έξοδο της Ελλάδας από την προηγούμενη ύφεση. Ωστόσο, η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από το συγκεκριμένο κλάδο την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικές διαταραχές, όπως η τρέχουσα, πανδημική κρίση. Τέτοιου είδους απροσδόκητα γεγονότα οδηγούν σε κατακόρυφη πτώση της εξωτερικής ζήτησης και, επομένως, σε καίριο πλήγμα ενός από τους σημαντικότερους κλάδους της εγχώριας οικονομίας.
Στο Γράφημα 3, απεικονίζεται η διαχρονική συσχέτιση μεταξύ του ΑΕΠ και των εσόδων από τον εισερχόμενο τουρισμό. Οι τουριστικές εισπράξεις κατέγραψαν κάθετη πτώση, στο δεύτερο τρίμηνο, κατά 97%, σε ετήσια βάση, εξαιτίας του lockdown και στο τρίτο τρίμηνο αντίστοιχη πτώση, κατά 74%, όπως προαναφέρθηκε, λόγω της τεράστιας υποχώρησης της εξωτερικής ζήτησης, εξέλιξη που είχε αξιοσημείωτη αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ.
Τα βασικά συμπεράσματα είναι, πρώτον, ότι η ζήτηση για τουριστικές υπηρεσίες παρουσιάζει αξιοσημείωτες διακυμάνσεις σε περίπτωση αρνητικής, εξωτερικής διαταραχής, λόγω της έντονης εξωστρέφειας του τουριστικού κλάδου, ενώ παραμένει σχεδόν ανεπηρέαστη σε περίπτωση εσωτερικής, οικονομικής διαταραχής, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της ύφεσης την περασμένη δεκαετία.
Δεύτερον, οι έντονες διακυμάνσεις της τουριστικής κίνησης και, επομένως, των ταξιδιωτικών εισπράξεων που προκύπτουν επηρεάζουν ανάλογα την πορεία του ΑΕΠ, επιβεβαιώνοντας την εξάρτηση της εγχώριας οικονομίας από τον τουρισμό και, συνεπώς, τη σχετικά, υψηλή έκθεσή της σε εξωγενείς διαταραχές.
Η πορεία και η ταχύτητα ανάκαμψης για χώρες, όπως η Ελλάδα, που παρουσιάζουν έντονη εξάρτηση από τον εισερχόμενο τουρισμό και τις αεροπορικές συνδέσεις αναμένεται να είναι διαφορετική από την αντίστοιχη άλλων χωρών. Μεσοπρόθεσμα, θα πρέπει να επιδιωχθεί, εν μέρει, υποκατάσταση της εξωτερικής ζήτησης από την εσωτερική, ώστε να καλυφθεί, μερικώς, η ζημία και έως ότου παρέλθει ένα εύλογο χρονικό διάστημα που οι επισκέπτες θα μπορούν να ταξιδέψουν και πάλι με ασφάλεια.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι η χώρα μας δεν διαθέτει άλλη “βαριά βιομηχανία” εκτός από τον τουρισμό, για να αναλάβει το βάρος της ανάκαμψης στο άμεσο μέλλον. Προκειμένου, όμως, να μετριαστεί ο βαθμός εξάρτησής της από έναν και μόνο κλάδο, σε μακροχρόνιο ορίζοντα, θα πρέπει να διαφοροποιηθεί η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ κλάδων και, παράλληλα, να διαφοροποιηθούν οι επιμέρους αγορές εντός του τουριστικού κλάδου (π.χ. αγροτουρισμός, χειμερινός, πολιτισμικός, εκθεσιακός τουρισμός κ.λπ.).