Διεθνείς εξελίξεις που αφορούν την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου και την πτώση της τιμής του πετρελαίου, αλλά και εσωτερικές, όπως η μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ σε σειρά προϊόντων λίγο πριν την κυβερνητική αλλαγή αποτελούν μεταξύ άλλων βασικούς παράγοντες για τον υποτονικό πληθωρισμό, όπως αποτυπώνονται στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, παρέμεινε σε οριακά θετικά επίπεδα τον Ιούλιο, στο 0,4%, από 0,2% τον Ιούνιο, ενώ διαμορφώθηκε σε 0,7% κατά μέσο όρο στο πρώτο επτάμηνο του έτους.
Ο ρυθμός ανόδου των τιμών στη χώρα διατηρείται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης, ο οποίος εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 1,1% τον Ιούλιο από 1,3% τον Ιούνιο, χαμηλότερα από το στόχο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (κάτω και πλησίον του 2%).
Η εξασθένηση του ρυθμού ανόδου των τιμών, σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, αντανακλά:
Πρώτον, τη διακοπή της ανοδικής πορείας της διεθνούς τιμής του πετρελαίου κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους και τη διατήρησή της, κατά μέσο όρο, σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018. Η εξέλιξη αυτή αντισταθμίζει την επίπτωση της υποτίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου.
Δεύτερον, την ισχυρή αρνητική επίπτωση στις τιμές από το μειωμένο φόρο προστιθέμενης αξίας το τελευταίο δίμηνο στα προϊόντα εστίασης και ενέργειας.
Τρίτον, τη διατήρηση του πληθωρισμού των βασικών μας εμπορικών εταίρων, δηλαδή των χωρών της Ευρωζώνης, σε πτωτική πορεία σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, εξέλιξη που μεταξύ άλλων αντανακλά την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και, ιδιαίτερα, την κάμψη της βιομηχανικής παραγωγής στις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε σημαντικά τους πρώτους δέκα μήνες του 2018, ανερχόμενη από το χαμηλό επίπεδο των 69,1 $/βαρέλι, κατά μέσο όρο, τον Ιανουάριο, στα 80,6 $/βαρέλι τον Οκτώβριο.
Στη συνέχεια, και μέχρι το τέλος του 2018, η τιμή του πετρελαίου κινήθηκε και πάλι έντονα πτωτικά και διαμορφώθηκε τον Δεκέμβριο σε ακόμη χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με την αρχή του έτους (57,3 $/βαρέλι), με τον ετήσιο μέσο όρο να διαμορφώνεται στα 71,5 $/βαρέλι. Ωστόσο, κατά τους πρώτους μήνες του 2019, η τιμή του πετρελαίου επέστρεψε σε ανοδική τροχιά για να μειωθεί εκ νέου από τον Μάιο, φθάνοντας τον Ιούλιο στο επίπεδο των 64,2 $/βαρέλι.
Η πτωτική πορεία της τιμής του πετρελαίου είναι συνδυαστικό αποτέλεσμα αντίρροπων δυνάμεων όπως:
(α) η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και οι δυσμενείς προβλέψεις αναφορικά με την εξέλιξή της,
(β) οι επιπτώσεις της γεωπολιτικής αστάθειας (π.χ. οι κυρώσεις που έχουν επιβάλλει οι ΗΠΑ στις εξαγωγές πετρελαίου της Βενεζουέλας, ο εμπορικός αποκλεισμός του Ιράν και των χωρών που πραγματοποιούν εισαγωγές από την εν λόγω χώρα),
(γ) η αύξηση της συνολικής προσφοράς αργού πετρελαίου από τις ΗΠΑ, την Ρωσία και την Σαουδική Αραβία και
(δ) η στρατηγική απόφαση του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ) και της Ρωσίας στο τέλος του 2018 να περιορίσουν την παραγωγή τους, ώστε να αποφευχθεί η παρατεταμένη υποχώρηση της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου.
Η τιμή του πετρελαίου, σύμφωνα με την ανάλυση της Alpha Bank, αναμένεται να συνεχίσει την καθοδική πορεία της στο υπόλοιπο του 2019. Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ αναμένει πτώση της τιμής κατά 13,4%, ενώ προβλέπει και έντονες διακυμάνσεις, κυρίως, λόγω των διεθνών γεωπολιτικών εντάσεων. Ομοίως, στην πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Summer, July 2019) αναφέρεται ότι η τιμή του πετρελαίου προβλέπεται να υποχωρήσει τόσο το 2019 (64,7 $/βαρέλι), όσο και το 2020 (61,5 $/βαρέλι).
Παράλληλα, η συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ-δολαρίου (€/$) καταγράφει σταδιακή πτώση από την αρχή του 2018. Συγκεκριμένα, τον Ιούλιο του 2019, διαμορφώθηκε στα 1,121 €/$, κατά μέσο όρο, από 1,137 €/$ τον Δεκέμβριο του 2018 και από 1,220 €/$ τον Ιανουάριο του 2018.
Το αμερικανικό νόμισμα ευνοείται από τις θετικές αποδόσεις των κρατικών ομολογιακών εκδόσεων των ΗΠΑ (2,1%, κατά μέσο όρο, τον Ιούλιο), παρά το γεγονός ότι αυτές έχουν μειωθεί σημαντικά από την αρχή του έτους, καθώς οι αποδόσεις των ευρωπαϊκών ομολόγων καταγράφουν αρνητικά πρόσημα κατά τους τελευταίους τέσσερις μήνες.
Οι βασικοί παράγοντες που φαίνεται ότι έχουν οδηγήσει σε πιέσεις στο ευρωπαϊκό νόμισμα συνδέονται επίσης με το χαμηλό ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας της Ευρωζώνης συγκριτικά με τον αντίστοιχο ρυθμό των ΗΠΑ (1,1% έναντι 2,3% αντίστοιχα το β’ τρίμηνο του 2019).
Επιπλέον, η αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω πτώση του παγκόσμιου εμπορίου και επομένως να επιδράσει αρνητικά στη γερμανική μεταποίηση – την κινητήρια δύναμη της οικονομίας της Ευρωζώνης – είναι ένας επιπρόσθετος λόγος που δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Τέλος, το σοβαρό πλέον ενδεχόμενο αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς συμφωνία εκτιμάται ότι ήδη επιβαρύνει την ευρωπαϊκή οικονομία. Η διαφορά στην αναπτυξιακή δυναμική στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ενδέχεται να αποτυπωθεί σύντομα στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναμένεται να προβεί σε περαιτέρω μείωση των επιτοκίων τον επόμενο μήνα, εξέλιξη που πιθανότατα θα λειτουργήσει προτρεπτικά για την αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών στις ΗΠΑ.
Η αποδυνάμωση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο δημιουργεί ορισμένες πληθωριστικές πιέσεις, καθώς τα εισαγόμενα προϊόντα καθίστανται συγκριτικά ακριβότερα, με το ένα τρίτο σχεδόν εξ αυτών να αφορά προϊόντα ενέργειας (“Καύσιμα/Ορυκτά”: 27,6% επί των συνολικών εισαγωγών το πρώτο εξάμηνο του 2019, ΕΛΣΤΑΤ). Η πτώση, ωστόσο, της τιμής του πετρελαίου φαίνεται να αντισταθμίζει τις πληθωριστικές πιέσεις που δημιουργεί η επιδείνωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, γεγονός που αποτυπώνεται στην πορεία του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στην κατηγορία “Ενέργεια”, ο οποίος κατά τους πρώτους έξι μήνες του 2019 ανήλθε σε +0,7%.
Πέραν της πτωτικής πορείας της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, ο υποτονικός πληθωρισμός στην Ελλάδα, ειδικότερα μετά τον Μάιο του 2019, αποδίδεται στις φορολογικές ελαφρύνσεις που ψηφίστηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για την εκλογή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τέθηκαν σε ισχύ από τις 20 Μαΐου.
Ήδη από τον Μάιο, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή υπολείπεται του αντίστοιχου, με σταθερούς φορολογικούς συντελεστές, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 1,8% τον Ιούλιο και 1,1%, κατά μέσο όρο, στο πρώτο επτάμηνο του τρέχοντος έτους. Η απόκλιση μεταξύ των δύο δεικτών υποδηλώνει την αρνητική επίδραση στο γενικό επίπεδο των τιμών από την εφαρμογή των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στην εστίαση και την ενέργεια.
Μετά την αναπροσαρμογή των συντελεστών του ΦΠΑ προς τα κάτω, η επίπτωση των τιμών των κατηγοριών διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών, ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, στερεών καυσίμων και θερμικής ενέργειας στον πληθωρισμό είναι αρνητική, ενώ οι τιμές των ξενοδοχείων, καφέ και εστιατορίων βρίσκονται σε ανοδική πορεία, ασκώντας πληθωριστικές πιέσεις.
Επιπροσθέτως, και για τις τρεις τελευταίες επιμέρους κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή, με σταθερούς φορολογικούς συντελεστές, υπερβαίνει τον εναρμονισμένο δείκτη, γεγονός που αντανακλά τις αποπληθωριστικές πιέσεις που ασκήθηκαν μετά τη μείωση των έμμεσων φορολογικών συντελεστών.
Ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις, τονίζεται στο δελτίο της Alpha Bank, αν και υποτονικές, παραμένουν σε θετικό έδαφος, παρά τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ και την πτωτική πορεία της τιμής του πετρελαίου. Αυτό συμβαίνει διότι η αρνητική επίδραση των μεταβολών των φορολογικών συντελεστών στις τιμές αντισταθμίζεται μερικώς από την τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Τα δημοσιονομικά μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης σε συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών (ενέργεια και εστίαση), σε συνδυασμό με την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη συνεχιζόμενη άνοδο της απασχόλησης, αναμένεται να ενισχύσουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Η θετική συμβολή της ζήτησης στις τιμές αναμένεται να αντισταθμίσει τις αποπληθωριστικές πιέσεις που ασκούνται από την πτώση των τιμών της ενέργειας και τη μείωση της έμμεσης φορολογίας και να διατηρήσει τον πληθωρισμό σε θετικό έδαφος.
Διεθνείς εξελίξεις που αφορούν την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου και την πτώση της τιμής του πετρελαίου, αλλά και εσωτερικές, όπως η μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ σε σειρά προϊόντων λίγο πριν την κυβερνητική αλλαγή αποτελούν μεταξύ άλλων βασικούς παράγοντες για τον υποτονικό πληθωρισμό, όπως αποτυπώνονται στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, παρέμεινε σε οριακά θετικά επίπεδα τον Ιούλιο, στο 0,4%, από 0,2% τον Ιούνιο, ενώ διαμορφώθηκε σε 0,7% κατά μέσο όρο στο πρώτο επτάμηνο του έτους.
Ο ρυθμός ανόδου των τιμών στη χώρα διατηρείται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης, ο οποίος εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 1,1% τον Ιούλιο από 1,3% τον Ιούνιο, χαμηλότερα από το στόχο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (κάτω και πλησίον του 2%).
Η εξασθένηση του ρυθμού ανόδου των τιμών, σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, αντανακλά:
Πρώτον, τη διακοπή της ανοδικής πορείας της διεθνούς τιμής του πετρελαίου κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους και τη διατήρησή της, κατά μέσο όρο, σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018. Η εξέλιξη αυτή αντισταθμίζει την επίπτωση της υποτίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου.
Δεύτερον, την ισχυρή αρνητική επίπτωση στις τιμές από το μειωμένο φόρο προστιθέμενης αξίας το τελευταίο δίμηνο στα προϊόντα εστίασης και ενέργειας.
Τρίτον, τη διατήρηση του πληθωρισμού των βασικών μας εμπορικών εταίρων, δηλαδή των χωρών της Ευρωζώνης, σε πτωτική πορεία σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, εξέλιξη που μεταξύ άλλων αντανακλά την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και, ιδιαίτερα, την κάμψη της βιομηχανικής παραγωγής στις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε σημαντικά τους πρώτους δέκα μήνες του 2018, ανερχόμενη από το χαμηλό επίπεδο των 69,1 $/βαρέλι, κατά μέσο όρο, τον Ιανουάριο, στα 80,6 $/βαρέλι τον Οκτώβριο. Στη συνέχεια, και μέχρι το τέλος του 2018, η τιμή του πετρελαίου κινήθηκε και πάλι έντονα πτωτικά και διαμορφώθηκε τον Δεκέμβριο σε ακόμη χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με την αρχή του έτους (57,3 $/βαρέλι), με τον ετήσιο μέσο όρο να διαμορφώνεται στα 71,5 $/βαρέλι. Ωστόσο, κατά τους πρώτους μήνες του 2019, η τιμή του πετρελαίου επέστρεψε σε ανοδική τροχιά για να μειωθεί εκ νέου από τον Μάιο, φθάνοντας τον Ιούλιο στο επίπεδο των 64,2 $/βαρέλι.
Η πτωτική πορεία της τιμής του πετρελαίου είναι συνδυαστικό αποτέλεσμα αντίρροπων δυνάμεων όπως: (α) η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και οι δυσμενείς προβλέψεις αναφορικά με την εξέλιξή της, (β) οι επιπτώσεις της γεωπολιτικής αστάθειας (π.χ. οι κυρώσεις που έχουν επιβάλλει οι ΗΠΑ στις εξαγωγές πετρελαίου της Βενεζουέλας, ο εμπορικός αποκλεισμός του Ιράν και των χωρών που πραγματοποιούν εισαγωγές από την εν λόγω χώρα), (γ) η αύξηση της συνολικής προσφοράς αργού πετρελαίου από τις ΗΠΑ, την Ρωσία και την Σαουδική Αραβία και (δ) η στρατηγική απόφαση του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ) και της Ρωσίας στο τέλος του 2018 να περιορίσουν την παραγωγή τους, ώστε να αποφευχθεί η παρατεταμένη υποχώρηση της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου.
Η τιμή του πετρελαίου, σύμφωνα με την ανάλυση της Alpha Bank, αναμένεται να συνεχίσει την καθοδική πορεία της στο υπόλοιπο του 2019. Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ αναμένει πτώση της τιμής κατά 13,4%, ενώ προβλέπει και έντονες διακυμάνσεις, κυρίως, λόγω των διεθνών γεωπολιτικών εντάσεων. Ομοίως, στην πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Summer, July 2019) αναφέρεται ότι η τιμή του πετρελαίου προβλέπεται να υποχωρήσει τόσο το 2019 (64,7 $/βαρέλι), όσο και το 2020 (61,5 $/βαρέλι).
Παράλληλα, η συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ-δολαρίου (€/$) καταγράφει σταδιακή πτώση από την αρχή του 2018. Συγκεκριμένα, τον Ιούλιο του 2019, διαμορφώθηκε στα 1,121 €/$, κατά μέσο όρο, από 1,137 €/$ τον Δεκέμβριο του 2018 και από 1,220 €/$ τον Ιανουάριο του 2018. Το αμερικανικό νόμισμα ευνοείται από τις θετικές αποδόσεις των κρατικών ομολογιακών εκδόσεων των ΗΠΑ (2,1%, κατά μέσο όρο, τον Ιούλιο), παρά το γεγονός ότι αυτές έχουν μειωθεί σημαντικά από την αρχή του έτους, καθώς οι αποδόσεις των ευρωπαϊκών ομολόγων καταγράφουν αρνητικά πρόσημα κατά τους τελευταίους τέσσερις μήνες.
Οι βασικοί παράγοντες που φαίνεται ότι έχουν οδηγήσει σε πιέσεις στο ευρωπαϊκό νόμισμα συνδέονται επίσης με το χαμηλό ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας της Ευρωζώνης συγκριτικά με τον αντίστοιχο ρυθμό των ΗΠΑ (1,1% έναντι 2,3% αντίστοιχα το β’ τρίμηνο του 2019). Επιπλέον, η αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω πτώση του παγκόσμιου εμπορίου και επομένως να επιδράσει αρνητικά στη γερμανική μεταποίηση – την κινητήρια δύναμη της οικονομίας της Ευρωζώνης – είναι ένας επιπρόσθετος λόγος που δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Τέλος, το σοβαρό πλέον ενδεχόμενο αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς συμφωνία εκτιμάται ότι ήδη επιβαρύνει την ευρωπαϊκή οικονομία. Η διαφορά στην αναπτυξιακή δυναμική στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ενδέχεται να αποτυπωθεί σύντομα στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναμένεται να προβεί σε περαιτέρω μείωση των επιτοκίων τον επόμενο μήνα, εξέλιξη που πιθανότατα θα λειτουργήσει προτρεπτικά για την αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών στις ΗΠΑ.
Η αποδυνάμωση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο δημιουργεί ορισμένες πληθωριστικές πιέσεις, καθώς τα εισαγόμενα προϊόντα καθίστανται συγκριτικά ακριβότερα, με το ένα τρίτο σχεδόν εξ αυτών να αφορά προϊόντα ενέργειας (“Καύσιμα/Ορυκτά”: 27,6% επί των συνολικών εισαγωγών το πρώτο εξάμηνο του 2019, ΕΛΣΤΑΤ). Η πτώση, ωστόσο, της τιμής του πετρελαίου φαίνεται να αντισταθμίζει τις πληθωριστικές πιέσεις που δημιουργεί η επιδείνωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, γεγονός που αποτυπώνεται στην πορεία του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στην κατηγορία “Ενέργεια”, ο οποίος κατά τους πρώτους έξι μήνες του 2019 ανήλθε σε +0,7%.
Πέραν της πτωτικής πορείας της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, ο υποτονικός πληθωρισμός στην Ελλάδα, ειδικότερα μετά τον Μάιο του 2019, αποδίδεται στις φορολογικές ελαφρύνσεις που ψηφίστηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για την εκλογή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τέθηκαν σε ισχύ από τις 20 Μαΐου. Ήδη από τον Μάιο, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή υπολείπεται του αντίστοιχου, με σταθερούς φορολογικούς συντελεστές, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 1,8% τον Ιούλιο και 1,1%, κατά μέσο όρο, στο πρώτο επτάμηνο του τρέχοντος έτους. Η απόκλιση μεταξύ των δύο δεικτών υποδηλώνει την αρνητική επίδραση στο γενικό επίπεδο των τιμών από την εφαρμογή των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στην εστίαση και την ενέργεια.
Μετά την αναπροσαρμογή των συντελεστών του ΦΠΑ προς τα κάτω, η επίπτωση των τιμών των κατηγοριών διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών, ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, στερεών καυσίμων και θερμικής ενέργειας στον πληθωρισμό είναι αρνητική, ενώ οι τιμές των ξενοδοχείων, καφέ και εστιατορίων βρίσκονται σε ανοδική πορεία, ασκώντας πληθωριστικές πιέσεις. Επιπροσθέτως, και για τις τρεις τελευταίες επιμέρους κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή, με σταθερούς φορολογικούς συντελεστές, υπερβαίνει τον εναρμονισμένο δείκτη, γεγονός που αντανακλά τις αποπληθωριστικές πιέσεις που ασκήθηκαν μετά τη μείωση των έμμεσων φορολογικών συντελεστών.
Ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις, τονίζεται στο δελτίο της Alpha Bank, αν και υποτονικές, παραμένουν σε θετικό έδαφος, παρά τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ και την πτωτική πορεία της τιμής του πετρελαίου. Αυτό συμβαίνει διότι η αρνητική επίδραση των μεταβολών των φορολογικών συντελεστών στις τιμές αντισταθμίζεται μερικώς από την τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Τα δημοσιονομικά μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης σε συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών (ενέργεια και εστίαση), σε συνδυασμό με την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη συνεχιζόμενη άνοδο της απασχόλησης, αναμένεται να ενισχύσουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Η θετική συμβολή της ζήτησης στις τιμές αναμένεται να αντισταθμίσει τις αποπληθωριστικές πιέσεις που ασκούνται από την πτώση των τιμών της ενέργειας και τη μείωση της έμμεσης φορολογίας και να διατηρήσει τον πληθωρισμό σε θετικό έδαφος.