Τους παράγοντες που θα επηρεάσουν την πορεία του πληθωρισμού το αμέσως επόμενο διάστημα επιχειρεί να αναλύσει στο εβδομαδιαίο δελτίο της για την οικονομία η Alpha Bank.
Όπως σημειώνει η τράπεζα, η διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και το δυνητικό ΑΕΠ παραμένει αρνητική, αλλά σταδιακά συρρικνώνεται και ως εκ τούτου, η επίδραση στον πληθωρισμό διατηρείται σε αρνητικό έδαφος, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.
Προσθέτει δε ότι παρά την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας το 2018, το παραγωγικό κενό παρέμεινε αρνητικό και σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις, θα παραμείνει αρνητικό και το 2019. Μέχρι το 2021, ωστόσο, η απόσταση μεταξύ δυνητικού και πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται σταδιακά να προσεγγίσει το μηδέν (Ε.Επιτροπή, 2020: -2,2%, 2021: -0,4%).
Παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας και την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, διαμορφώθηκε σε οριακά αρνητικό επίπεδο τον Οκτώβριο, ήτοι στο -0,3% σε ετήσια βάση, για πρώτη φορά την τελευταία τριετία (από τον Νοέμβριο του 2016), ενώ σημείωσε άνοδο μόλις 0,5 εκατοστιαίων μονάδων κατά μέσο όρο στους πρώτους δέκα μήνες του έτους.
Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Autumn 2019), ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 0,5% το 2019 και 0,6% το 2020. Οι εν λόγω προβλέψεις είναι μειωμένες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες καλοκαιρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2019: 0,8%, 2020: 0,8%), γεγονός που αποδίδεται στις μειώσεις των συντελεστών ΦΠΑ που εφαρμόζονται από το δεύτερο τρίμηνο του έτους, αλλά και στις μικρότερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου.
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προβλέπει για το 2021 άνοδο του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 0,9%, η οποία θα στηριχθεί στην ανάκαμψη της εγχώριας δαπάνης, καθώς και στον πληθωριστικό αντίκτυπο των αναπτυξιακών μέτρων της φορολογικής πολιτικής και των μέτρων κοινωνικής προστασίας που περιλαμβάνονται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2020.
Η Alpha Bank διερευνώντας τους παράγοντες που διατηρούν, προς το παρόν, τον πληθωρισμό σε χαμηλό επίπεδο αλλά και εξετάζοντας την εξέλιξή του στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, σημειώνει πως η συνδυαστική επίδραση των τιμών της ενέργειας (πληθωρισμός κόστους) και του παραγωγικού κενού της οικονομίας – το οποίο ορίζεται ως η διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και το δυνητικό ΑΕΠ ως ποσοστό στο δυνητικό ΑΕΠ (πληθωρισμός ενεργού ζήτησης) – προσδιόρισαν τον εγχώριο πληθωρισμό τα προηγούμενα έτη και πως αναμένεται να τον επηρεάσουν την επόμενη τριετία.
Πιο συγκεκριμένα, η διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και το δυνητικό ΑΕΠ παραμένει αρνητική, αλλά σταδιακά συρρικνώνεται και ως εκ τούτου, η επίδραση στον πληθωρισμό διατηρείται σε αρνητικό έδαφος, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Το παραγωγικό κενό αντανακλά την ένταση των πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία, αφού όταν αυτό είναι θετικό, αυξάνονται οι πληθωριστικές πιέσεις, ως αποτέλεσμα της ενισχυμένης ζήτησης.
Παρά την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας το 2018, το παραγωγικό κενό παρέμεινε αρνητικό και σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις, θα παραμείνει αρνητικό και το 2019 (ΔΝΤ, Ε. Επιτροπή: -4,6%). Μέχρι το 2021, ωστόσο, η απόσταση μεταξύ δυνητικού και πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται σταδιακά να προσεγγίσει το μηδέν (Ε.Επιτροπή, 2020: -2,2%, 2021: -0,4%).
H ενίσχυση του πληθωρισμού, ως αποτέλεσμα της αναθέρμανσης της οικονομίας, είναι πολύ πιθανό να είναι ακόμη πιο ισχυρή στην περίπτωση της Ελλάδος και για έναν ακόμη λόγο. Όπως εξηγεί η Alpha Bank αυτός αφορά την αρνητική σχέση μεταξύ του δομικού πληθωρισμού και του ποσοστού ανεργίας, γνωστή ως Phillips curve, για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη αντίστοιχα, στο δείγμα της περιόδου των δύο τελευταίων δύο δεκαετιών.
Όπως σημειώνει η αρνητική σχέση των δύο μεγεθών στην Ελλάδα έχει μεγαλύτερη κλίση σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, γεγονός που συνεπάγεται ότι η αυξητική αντίδραση του πληθωρισμού, καθώς μειώνεται η ανεργία, αναμένεται να είναι ισχυρότερη.
Επιπλέον, η χαμηλότερη τιμή του πετρελαίου από το 2018, έχει πτωτική επίδραση στον πληθωρισμό. Το Γράφημα 3, δείχνει την παράλληλη πορεία του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), του ΕνΔΤΚ Ενέργειας, της τιμής του πετρελαίου Brent κατά την περίοδο Ιανουαρίου 2018 – Οκτωβρίου 2019.
Από τον Απρίλιο του 2019 έως και σήμερα παρατηρείται μια πτώση της τιμής πετρελαίου Brent με οριακά μόνο σημάδια ανάκαμψης. Ενδεικτικό είναι ότι η τιμή του Brent τον Οκτώβριο του 2019 σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2018 έχει υποστεί μείωση κατά 26%, ενώ η τιμή του τον ίδιο μήνα διαμορφώθηκε στα 59,6 $/βαρέλι, αισθητά χαμηλότερη από τον μέσο όρο του πρώτου εξαμήνου του 2019 (66,1 $/βαρέλι).
Στην τελευταία έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Autumn 2019) οι προβλέψεις για τη τιμή του πετρελαίου αναθεωρήθηκαν σημαντικά προς τα κάτω και προβλέπουν ότι η τιμή του πετρελαίου αναμένεται να συνεχίσει την καθοδική πορεία της (Γράφημα 3).
Συγκεκριμένα για το 2019 προβλέπεται 63,3 $/βαρέλι, 57,4 $/βαρέλι για το 2020 και 56,1 $/βαρέλι για το 2021. Αντίθετα, οι αντίστοιχες προβλέψεις που είχαν εκδοθεί την Άνοιξη του 2019 ήταν 80,6 $/βαρέλι για το 2019 και 76,7 $/βαρέλι για το 2020.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πτωτική πορεία της τιμής του πετρελαίου είναι συνδυαστικό αποτέλεσμα συγκεκριμένων παραγόντων, όπως το γεωπολιτικά ασταθές περιβάλλον που επικρατεί και ιδίως ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Κίνας-ΗΠΑ καθώς η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αργού πετρελαίου στον κόσμο.
Επίσης, η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και οι δυσμενείς προβλέψεις αναφορικά με την εξέλιξή της, αποτελούν έναν ακόμα ανασταλτικό παράγοντα αύξησης του πληθωρισμού. Αν ο εμπορικός πόλεμος καταστεί εντονότερος, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, η οποία θα οδηγήσει σε περαιτέρω μειωμένη ζήτηση πετρελαίου και κατά συνέπεια χαμηλότερα επίπεδα πληθωρισμού.
Τέλος, ένας επιπλέον -πιο μακροπρόθεσμος- παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει τις τιμές πετρελαίου, αποτελεί το γεγονός ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου είναι πιθανό να επιβραδυνθεί με την πάροδο του χρόνου, αφού σταδιακά οι τεχνολογικές εξελίξεις, τα μέτρα πολιτικής και οι μεταβαλλόμενες κοινωνικές προτιμήσεις οδηγούν σε αυξανόμενη χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας.
Εκτός από τους δύο ανωτέρω παράγοντες, ο ελληνικός πληθωρισμός επηρεάζεται από τις αλλαγές στην φορολογική πολιτική. Σε βραχύ χρονικό ορίζοντα, η επίδραση αυτή είναι μειωτική εξαιτίας της μετάπτωσης σε χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ της εστίασης και της ενέργειας από το Μάιο.
Όπως σημειώνεται, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή καταγράφει πτώση, σε ετήσια βάση, από τον Μάιο και έπειτα και μάλιστα πέρασε σε αρνητικό έδαφος τον Οκτώβριο, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης με σταθερούς φορολογικούς συντελεστές, απαλλαγμένος δηλαδή από την επίδραση της φορολογίας, αυξήθηκε με ταχύτερο ρυθμό ίσο με 1,4% κατά μέσο όρο στους τελευταίους έξι μήνες.
Σε μεσοχρόνιο ορίζοντα, ωστόσο, το νέο πλαίσιο φορολογίας αναμένεται να έχει αυξητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς έχει επεκτατικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου μειώνει σημαντικά το παραγωγικό κενό.
Συγκεκριμένα, οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις του Προϋπολογισμού 2020 στοχεύουν στην επιτάχυνση της αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας, μέσω ενός σχεδίου φορολογικών μεταρρυθμίσεων και κοινωνικών παρεμβάσεων που αποσκοπεί στην ενδυνάμωση του διαθεσίμου εισοδήματος και στη διαμόρφωση ενός φιλικότερου περιβάλλοντος προς τον επιχειρηματικό τομέα.
Συνοπτικά, οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό 2020, χαρακτηρίζονται από τη μείωση ενός ευρύτατου φάσματος φορολογικών συντελεστών, όπως:
– Μείωση του εισαγωγικού συντελεστή φορολογίας εισοδήματος στο 9% και αύξηση του αφορολόγητου ορίου για κάθε παιδί.
– Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων πλήρους απασχόλησης κατά περίπου μια μονάδα βάσης.
– Μείωση του φόρου εισοδήματος Νομικών Προσώπων από 28% στο 24% από τη χρήση του 2019.
– Μείωση της φορολογίας των κερδών που θα διανεμηθούν το 2020 από 10% σε 5%.
– Αναστολή του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές και του φόρου υπεραξίας ακινήτων για τρία έτη.
Επιπλέον, προβλέπεται χορήγηση επιδόματος ύψους 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που θα γεννηθεί από την 1η Ιανουαρίου του 2020.
Τα ανωτέρω φορολογικά μέτρα που αναμένεται να ψηφισθούν, σε συνδυασμό με τις πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις που προτίθεται η κυβέρνηση να προωθήσει, όπως η νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ το 2021, μετά τη μείωση κατά 22% μεσοσταθμικά που πραγματοποιήθηκε φέτος και η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ από 24% σε 22% και από 13% σε 11% έως το 2023, θα επιφέρουν μεν μια τεχνητή μείωση για ένα χρόνο, αλλά μεσοπρόθεσμα εκτιμάται ότι θα έχουν θετική επίδραση στον πληθωρισμό, καθώς θα αυξήσουν το διαθέσιμο εισόδημα.