Ως καταλυτικής σημασίας για τη βελτίωση τους οικονομικού κλίματος κρίνονται η ομαλή ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την εξειδίκευση των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, σύμφωνα με το τελευταίο οικονομικό δελτίο της Alpha Bank, το οποίο μεταξύ άλλων κάνει μνεία στα χαμηλά επίπεδα της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Ειδικότερα, όπως σημειώνουν οι αναλυτές, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης, παραμένει στο χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των χωρών της ΕΕ, κάτι που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα:
(α) των φορολογικών επιβαρύνσεων που έχουν εφαρμοσθεί τα προηγούμενα χρόνια και συμπιέζουν τις δυνατότητες καταναλώσεως των νοικοκυριών,
(β) των ανησυχιών των καταναλωτών για επερχόμενες περικοπές σε συντάξεις και στο αφορολόγητο την επόμενη διετία και
(γ) του πολύ χαμηλού επιπέδου του δείκτη προθέσεως των νοικοκυριών για αποταμίευση τους επόμενους μήνες.
Στο πλαίσιο αυτό, η Alpha Bank τονίζει ότι η “ομαλή ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολογήσεως σε συνδυασμό με την πλήρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την εξειδίκευση των μέτρων ελαφρύνσεως του ελληνικού χρέους αναμένεται να είναι οι καταλύτες για την ανατροπή της διαφαινόμενης κοπώσεως, τόσο στην πορεία αποκλιμακώσεως της διαφοράς των αποδόσεων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών 10ετών ομολόγων (spread) όσο και της ανοδικής πορείας του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών”.
Αναλυτικότερα, η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο αναφέρει τα εξής:
«Η απόφαση αυτήν την εβδομάδα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητος για την άμεση εκταμίευση ποσού αξίας €5,7 δισ. που συνιστά το κύριο μέρος της τέταρτης δόσεως επιβεβαιώνει την ομαλή εφαρμογή του προγράμματος. Παράλληλα, η προώθηση των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο πλαίσιο της τέταρτης αξιολογήσεως και το ζήτημα του προσδιορισμού της φύσεως, του μεγέθους και των προϋποθέσεων ελαφρύνσεως του δημοσίου χρέους αναμένεται να τεθούν στο επίκεντρο της διαβουλεύσεως με τους πιστωτές.
Το ποσό της εκταμιεύσεως αναμένεται να διοχετευθεί εν μέρει στη δημιουργία κεφαλαιακού αποθέματος (€1,9 δισ.), δεύτερον, στην εξυπηρέτηση του χρέους (€3,3 δισ.) και τέλος στην αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου (€0,5 δις). Επιπλέον, για την περαιτέρω μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών αναμένεται να διοχετευθεί και το υπολειπόμενο ποσό ύψους €1,0 δισ. που θα εκταμιευθεί τον Μάιο και το αργότερο έως την 15η Ιουνίου 2018, υπό την προϋπόθεση της προόδου στην παράλληλη μείωση του υπολοίπου των ληξιπρόθεσμων οφειλών από την πλευρά του ελληνικού Δημοσίου καθώς και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Σημειώνεται ότι το σημερινό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών της Γενικής Κυβερνήσεως προς τον ιδιωτικό τομέα έχει ήδη συμπιεσθεί σε σχέση τον Αύγουστο του 2017 και διαμορφωνόταν με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στα €3,1 δισ. τον Ιανουάριο του 2018.
Η πορεία εφαρμογής των προαπαιτούμενων της τέταρτης αξιολογήσεως αναμένεται να είναι ο κύριος παράγοντας που θα προσδιορίσει το κατά πόσο θα ενισχυθεί το οικονομικό κλίμα και κυρίως το κατά πόσο τούτο θα αντικατοπτρισθεί στο ύψος των αποδόσεων των ελληνικών μακροχρόνιων τίτλων και κατά συνέπεια στο κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, ώστε να έχει η χώρα λειτουργικά διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές.
Αν και ο δείκτης οικονομικού κλίματος ακολουθεί μία σταθερή ανοδική πορεία τους τελευταίους μήνες, τον Μάρτιο του 2018, επιδεινώθηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και την Ευρωζώνη, κατά 4,5 και 1,6 εκατοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, σε μηνιαία βάση.
Η υποχώρηση του γενικού δείκτη αποδίδεται κυρίως στην πτώση του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία, και δευτερευόντως στις υπηρεσίες. Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη, ωστόσο η απόκλιση μεταξύ των δεικτών είναι ιδιαίτερα έντονη.
Ειδικότερα, όσον αφορά στον δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία, η πτώση ήταν εντονότερη στην Ελλάδα, και το ισοζύγιο αρνητικών/θετικών απαντήσεων ήταν αρνητικό τον Μάρτιο του 2018, σε αντίθεση με τη Ζώνη του Ευρώ όπου, παρά την πτώση, το ισοζύγιο διατηρείται θετικό.
Αντίθετα, όσον αφορά στον δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στις υπηρεσίες, τον Μάρτιο το επίπεδο του δείκτη σχεδόν συγκλίνει στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη και μάλιστα διαμορφώνεται σε ελαφρά υψηλότερο επίπεδο στην Ελλάδα σε σχέση με την Ζώνη του Ευρώ (17,7 και 16,3 αντίστοιχα). Η υποχώρηση των ανωτέρω δεικτών στην Ευρωζώνη δύναται να αποδοθεί:
Πρώτον, στην αύξηση του εμπορικού προστατευτισμού μετά την επιβολή δασμών στο χάλυβα και το αλουμίνιο από τις ΗΠΑ που ενισχύει τις ανησυχίες για την κλιμάκωση ενός “εμπορικού πολέμου” και ενδέχεται να επηρεάσει κυρίως τις οικονομίες της Ζώνης του Ευρώ, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία.
Δεύτερον, στα εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία που ερμηνεύονται ως άνοδος του ευρωσκεπτικισμού δυσχαιρένοντας τον σχηματισμό κυβερνήσεως στην Ιταλία μετά τις εκλογές της 4ης Μαρτίου. Επιπλέον των ανωτέρω και ειδικά στην Ελλάδα το επιχειρηματικό κλίμα ενδέχεται να επιβαρύνθηκε από τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις ανησυχίες αναζωπυρώσεως των μεταναστευτικών ροών παρά τα ισχυρά σημάδια ανακάμψεως της πραγματικής οικονομίας αφού με βάση τα στοιχεία της οικονομικής συγκυρίας, για πρώτη φορά από το 2006 έχουμε τέσσερα διαδοχικά τρίμηνα με θετικό ρυθμό μεγεθύνσεως σε τριμηνιαία βάση.
Όσον αφορά στον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αυτός παρέμεινε αμετάβλητος σε ελαφρά θετικό έδαφος (+0,1) στην Ζώνη του Ευρώ, ενώ στην Ελλάδα ο δείκτης παρά την μικρή βελτίωση (κατά 0,2 μονάδες) παραμένει στο χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εξέλιξη που δύναται να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα
(α) των φορολογικών επιβαρύνσεων που έχουν εφαρμοσθεί τα προηγούμενα χρόνια και συμπιέζουν τις δυνατότητες καταναλώσεως των νοικοκυριών,
(β) των ανησυχιών των καταναλωτών για επερχόμενες περικοπές σε συντάξεις και στο αφορολόγητο την επόμενη διετία και (γ) του πολύ χαμηλού επιπέδου του δείκτη προθέσεως των νοικοκυριών για αποταμίευση τους επόμενους μήνες (Μάρτιος 2018: -75,5).
Η ομαλή ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολογήσεως σε συνδυασμό με την πλήρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την εξειδίκευση των μέτρων ελαφρύνσεως του ελληνικού χρέους αναμένεται να είναι οι καταλύτες για την ανατροπή της διαφαινόμενης κοπώσεως, τόσο στην πορεία αποκλιμακώσεως της διαφοράς των αποδόσεων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών 10ετών ομολόγων (spread) όσο και της ανοδικής πορείας του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Συγκεκριμένα, η ανοδική πορεία του Γενικού δείκτη του Χρηματιστηρίου που παρατηρήθηκε από το τέλος Νοεμβρίου 2017 μέχρι τις αρχές του 2018, ανακόπηκε στις αρχές Φεβρουαρίου με αποτέλεσμα έως τις 27/3/2018 να έχει σημειωθεί πτώση κατά 10%. Αντίστοιχη πορεία παρουσίασε και η διαφορά της αποδόσεως μεταξύ του Ελληνικού και του Γερμανικού 10ετούς ομολόγου που αυξήθηκε κατά 87 μονάδες βάσεως μεταξύ 1/2/2018 και 27/3/2018.
Επιπροσθέτως, ένας ακόμη παράγοντας που αναμένεται να συμβάλλει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην οικονομία αφορά στην εκτίμηση ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβερνήσεως το 2017 διαμορφώθηκε για δεύτερο συνεχές έτος σημαντικά υψηλότερα από τον τεθέντα στόχο.
Ειδικότερα, η πορεία εκτελέσεως του Προϋπολογισμού του 2018 δείχνει ότι το πλεόνασμα του Κρατικού Προϋπολογισμού στο πρώτο δίμηνο του 2018 διαμορφώθηκε υψηλότερα του στόχου αλλά και σε σχέση με πέρυσι.
Ειδικότερα, καταγράφηκε πλεόνασμα ύψους €2,7 δισ. στο δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2018, υψηλότερο κατά €0,6 δισ. σε σχέση με πέρυσι το ίδιο διάστημα και κατά € 1,4 δισ. σε σχέση με τον στόχο που είχε τεθεί για το δίμηνο αυτό.
Η υπέρβαση που παρατηρείται στο σκέλος τον εσόδων αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην είσπραξη του μερίσματος από την Τράπεζα της Ελλάδος τον Φεβρουάριο, ποσού €614,2 εκατ., αυξημένο κατά €214,2 εκατ. σε σχέση με τον στόχο.
Από την άλλη πλευρά, συνεχίζεται και στους πρώτους μήνες του 2018 η υποαπόδοση τόσο των πρωτογενών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού (κατά €112 εκατ. σε σχέση με τον στόχο), όσο και των δαπανών του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων (€198 εκατ.).