Η διατήρηση της σχετικής εξαγωγικής δυναμικής που έχει αναπτύξει η ελληνική οικονομία απαιτεί απαραιτήτως την ανάκαμψη των παραγωγικών επενδύσεων, που ενσωματώνουν τεχνολογικές καινοτομίες και προσδίδουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, τονίζει η Alpha Bank, στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικής ανάλυσής της.
Η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της τράπεζας υπενθυμίζει πρόσφατα στοιχεία για την ενισχυμένη συμβολή των εξαγωγών στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας και για το αυξημένο μερίδιο στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, των κλάδων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες (44,7% το τέταρτο τρίμηνο του 2018, από́ 38,8% το πρώτο τρίμηνο του 2013).
Η ανάκαμψη των επενδύσεων καθίσταται αναγκαία, σύμφωνα με τους αναλυτές της Alpha Bank, καθώς οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην ενδυνάμωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας την προηγούμενη πενταετία, αναμένεται να συμβάλλουν σε μικρότερη κλίμακα κατά τα επόμενα έτη.
Συγκεκριμένα, ο ρυθμός μεγέθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατά συνέπεια η ζήτηση από το εξωτερικό εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί το 2019, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παράλληλα, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα – μετά από μια μακρά πτωτική πορεία – αναμένεται υψηλότερο, καθώς η παραγωγικότητα αυξάνεται λιγότερο σε σχέση με τις ονομαστικές αμοιβές.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, οι επενδύσεις στις τεχνολογίες πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών (ICT), καθώς και υποδομών ενέργειας, είναι καθοριστικές για την οικονομική σύγκλιση της Ελλάδας με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εκτιμά η τράπεζα.
Οι επενδύσεις σε αυτούς τους τομείς είναι αναγκαίες, συμπληρώνει, ούτως ώστε να μετριασθούν οι επενδυτικές απώλειες κατά τη διάρκεια της κρίσης και να επιτευχθεί η μετάβαση από το προ κρίσης παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας με κύριο χαρακτηριστικό την εγχώρια καταναλωτική δαπάνη, σε ένα υπόδειγμα στο οποίο θα προέχει η εξαγωγική διεισδυτικότητα. Η υστέρηση που παρατηρείται για παράδειγμα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στο πεδίο της ευρυζωνικής σύνδεσης υψηλότερης ταχύτητας, μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξαγωγικού προσανατολισμού.
Επιπρόσθετα, η ανεπάρκεια των υποδομών στον τομέα της ενέργειας μπορεί να αυξήσει το σχετικό κόστος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Σημαντικό επίσης εμπόδιο στην προσπάθεια των εγχώριων επιχειρήσεων να παράγουν καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες συνιστά, σύμφωνα με την ανάλυση της Alpha, και η καταγεγραμμένη στενότητα ψηφιακών δεξιοτήτων στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας, η οποία εντάθηκε την τελευταία δεκαετία λόγω της μαζικής μετανάστευσης ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης (brain drain).
Επιπλέον, η στενότητα ψηφιακών δεξιοτήτων, εξασθενίζει την απασχολησιμότητα, η οποία όμως συνιστά κορυφαία πρόκληση στη χώρα μας, καθώς 7 περίπου στους 10 ανέργους είναι μακροχρόνια άνεργοι.
Στην ίδια κατεύθυνση άλλωστε, το διαχρονικά χαμηλό ποσοστό επενδύσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη στην Ελλάδα συνιστά ένα ακόμη βασικό πρόσκομμα για την ενίσχυση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας. Παρά την αύξηση των επενδύσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη τα τελευταία έτη (2 δισ. ευρώ το 2017, από 1,6 δισ. το 2008), το επίπεδο των επενδύσεων αυτών παραμένει χαμηλό συγκριτικά με άλλες χώρες (1,1 % του ΑΕΠ έναντι 2,1 % του ΑΕΠ που είναι ο κοινοτικός μέσος όρος). Τα τελευταία έτη όμως φαίνεται να έχει ενισχυθεί σημαντικά η συμμετοχή των εγχώριων επιχειρήσεων στην αύξηση της δαπάνης για Έρευνα και Ανάπτυξη.
Οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη που χρηματοδοτήθηκαν από τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα υπερέβησαν το 2016 (0,4% του ΑΕΠ) τις αντίστοιχες δαπάνες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή του δημοσίου, ενώ κινήθηκαν ανοδικά και το 2017 (0,6% του ΑΕΠ). Παρά την άνοδο αυτή όμως, οι συνολικές δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη παραμένουν σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με εκείνα της ΕΕ.
Ευκαιρίες, Πλεονεκτήματα και Απορρόφηση των Κοινοτικών Πόρων
Η Ελλάδα ωστόσο, σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές της Alpha, διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα και ευκαιρίες που θα μπορούσε να αξιοποιήσει προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των επενδύσεων και των τομέων που είναι προσανατολισμένοι στην έρευνα, τεχνολογία και καινοτομία.
Πρώτον, η χώρα μπορεί να μετατρέψει το “brain drain” σε “brain gain”. Πολλά επενδυτικά προγράμματα μπορούν να στηριχθούν στις δεξιότητες που έχουν αποκτήσει οι Έλληνες εργαζόμενοι που έχουν μεταναστεύσει στη διάρκεια της κρίσης στο εξωτερικό και εργάζονται σε επιχειρήσεις υψηλής ψηφιακής τεχνολογίας.
Δεύτερον, η Ελλάδα διαθέτει ορισμένα πλεονεκτήματα για την έναρξη νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και επενδυτικών πρωτοβουλιών (start-ups, scale-ups), τα οποία αφορούν κυρίως την ευνοϊκή γεωγραφική και γεωπολιτική της θέση, καθώς και το υψηλό ποσοστό – σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη – αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Παρά ταύτα, οι απόφοιτοι τμημάτων Πληροφορικής, ενώ παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη άνοδο μεταξύ 2004 και 2016 (μέση ετήσια άνοδος 8,4%), ως ποσοστό επί του συνόλου των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης αποτελούν μόλις το 3% του συνόλου (ΙΟΒΕ, Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις 2018), ενώ σύμφωνα με το European Semester Country Report: Greece, February 2019, η χώρα υστερεί τόσο στο ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης για την επιχειρηματική δράση όσο και στην εκπαίδευση στην επιχειρηματικότητα.
Τρίτον, το 2017 και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 υιοθετήθηκαν σημαντικά μέτρα για την υποστήριξη της καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών εξαιρέσεων για τις καινοτόμες επιχειρήσεις, της ισχυρότερης προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων για καινοτόμες επιχειρηματικές ιδέες και της εισαγωγής ενός σύγχρονου συστήματος αδειοδότησης ευρεσιτεχνιών.
Τέταρτον, ένα σημαντικό εργαλείο για την ενίσχυση των επενδυτικών πρωτοβουλιών που ενσωματώνουν ψηφιακό εξοπλισμό είναι η αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων του προγράμματος ΕΣΠΑ 2014-2020.