«Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η στροφή προς ένα παραγωγικό υπόδειγμα με έμφαση στις επενδύσεις και στις εξαγωγές αποτελούν αδήριτη ανάγκη, προκειμένου η ελληνική οικονομία να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς αναπτύξεως τα επόμενα έτη», τονίζει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που κυκλοφόρησε σήμερα.
Σημειώνει ταυτόχρονα ότι «η μετάβαση προς ένα εξαγωγικό πρότυπο που θα βασίζεται περισσότερο σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας αποτελεί παράγοντα που θα δώσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην ελληνική οικονομία έναντι των ανταγωνιστριών χωρών».
Αναλυτικά, η τράπεζα αναφέρει τα εξής:
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που αφορούν στις εμπορευματικές συναλλαγές, στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2018, οι εξαγωγές αγαθών εξακολουθούν να επιταχύνονται καθώς αυξήθηκαν κατά 16,9%, σε ετήσια βάση, έναντι αυξήσεως των εισαγωγών κατά 10,1% αντίστοιχα.
H ενίσχυση των εξαγωγών, τόσο αγαθών όσο και υπηρεσιών, και η παράλληλη υποχώρηση των εισαγωγών, η οποία παρατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της οικονομικής υφέσεως, οδήγησε στη συρρίκνωση του ελλείματος στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, το οποίο διαμορφώθηκε σε € 0,9 δισ. στο τέλος του 2017, από € 21,6 δισ. το 2009.
Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , η ανοδική πορεία των εξαγωγών αγαθών αλλά και υπηρεσιών αναμένεται να συνεχισθεί (2018: +8,4%), με αποτέλεσμα ο εξωτερικός τομέας να συμβάλει κατά 1,6 εκατοστιαίες μονάδες στην προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,0% το 2018.
Ειδικότερα, όπως φαίνεται στο Γράφημα 1, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν την περίοδο 2009 – 2017 κατά 25% και ανήλθαν σε € 56,2 δισ. το 2017.
Η άνοδος των συνολικών εξαγωγών προήλθε σε μεγαλύτερο βαθμό από τις εξαγωγές αγαθών, οι οποίες παρουσίασαν για το ίδιο χρονικό διάστημα αύξηση κατά 57,6%.
Παράλληλα, οι εισαγωγές παρουσίασαν πτωτική τάση, καθώς μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου 2009 – 2017 κατά 14% (2017: € 66,5 δισ., 2009: 57,2 € δισ.) αφού το διαθέσιμο εισόδημα και η επενδυτική δαπάνη υποχωρούσαν, με αποτέλεσμα τη μείωση των εισαγωγών κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών αγαθών.
Εισαγωγές, Επενδύσεις και Διαθέσιμο Εισόδημα
Ειδικότερα, όπως παρουσιάζεται στο Γράφημα 2, οι εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών υποχώρησαν κατά €2,9 δισ. στην περίοδο 2009-2017, ενώ οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών, μειώθηκαν στην ίδια περίοδο κατά € 2,7 δισ.
Οι ανωτέρω εξελίξεις συνάδουν με την πτωτική πορεία που ακολούθησαν οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό (μπλε διακεκομμένη γραμμή στο Γράφημα 2) και εξηγούν την πτώση των εισαγωγών σε κεφαλαιουχικά αγαθά. Αντιστοίχως, η μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος εξηγεί εν μέρει τη μείωση των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών.
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας η οποία έχει ξεκινήσει από το 2017 και επιταχύνθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2018, αναμένεται ότι θα στηριχθεί τα επόμενα έτη στην αύξηση των επενδύσεων για μηχανολογικό εξοπλισμό, οι οποίες αναμένεται σύμφωνα με την έκθεση της Ε.Επιτροπής: να αυξηθούν κατά 18,5% το 2019.
Παράλληλα, η βελτίωση που αναμένεται στο μέτωπο της ανεργίας (μείωση κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες επί του εργατικού δυναμικού, στο 18,2% το 2019) θα ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Αυτές οι μεταβολές θα τονώσουν την εγχώρια ζήτηση και ως εκ τούτου θα οδηγήσουν σε αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (Ε.Επιτροπή: +6,1% το 2019).
Υπενθυμίζεται ότι τα έτη πριν την έλευση της οικονομικής κρίσεως, η μία εκ των παθογενειών της ελληνικής οικονομίας ήταν το γεγονός ότι το παραγωγικό της μοντέλο στηριζόταν στην κατανάλωση, η οποία σε μεγάλο βαθμό διοχετεύονταν στην ενίσχυση των εισαγωγών.
Εξαγωγική Επίδοση και Μέτρα Ανταγωνιστικότητος
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως, η συρρίκνωση της εγχώριας ζητήσεως προσανατόλισε πολλές ελληνικές επιχειρήσεις στον στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόσθηκαν, οδήγησε στην ενδυνάμωση της εξαγωγικής δραστηριότητος της χώρας.
Καθώς η οικονομία ανακάμπτει ξανά, είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ότι οι εξαγωγές θα συνεχίσουν την ανοδική πορεία, μέσω της περαιτέρω βελτιώσεως της ανταγωνιστικότητος. Ωστόσο, παρά τη σημαντική ανάκτηση της ανταγωνιστικότητος της οικονομίας που έχει επιτευχθεί κυρίως μέσω της μειώσεως του κόστους εργασίας (11,3% σωρευτικά στην περίοδο 2009-2017) παρατηρείται τάση υποχωρήσεως με βάση τον δείκτη Διεθνούς Ανταγωνιστικότητος.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ετήσια Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (Doing Business 2019), η Ελλάδα, με βάση τον γενικό δείκτη “ευκολία ασκήσεως επιχειρηματικής δραστηριότητος”, κατετάγη στην 72η θέση το 2018, υποχωρώντας κατά πέντε θέσεις σε σύγκριση με το 2017 (67η θέση).
Η επιδείνωση της θέσεως της χώρας το 2018 σε σχέση με το 2017 οφείλεται στο γεγονός πως η Ελλάδα σημείωσε μικρότερη βελτίωση σε επιμέρους δείκτες σε σύγκριση με άλλες χώρες.
Ειδικότερα, στον δείκτη που συνδέεται με την ευκολία ενάρξεως επιχειρήσεως, η Ελλάδα υποχώρησε κατά 7 θέσεις, στους δείκτες καταχωρίσεως ακίνητης περιουσίας και προστασίας επενδυτών μειοψηφίας κατά 8 θέσεις και στην πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά 9 θέσεις.
Αντιθέτως, η Ελλάδα σημείωσε σημαντική βελτίωση κατά 19 θέσεις στον δείκτη που συνδέεται με την έκδοση οικοδομικών αδειών.
Συγκριτικά με τις ανταγωνίστριες χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Κύπρος και η Πορτογαλία, η ελληνική οικονομία βρίσκεται χαμηλότερα στην κατάταξη του γενικού δείκτη, ενώ από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, μόνο η Μάλτα βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση (84η).
Συγκρίνοντας τις επιδόσεις της χώρα μας εντός μίας μεγαλύτερης περιόδου, φαίνεται ότι η Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική βελτίωση το 2018 σε σχέση με το 2010, τόσο στον γενικό δείκτη «ευκολία ασκήσεως επιχειρηματικής δραστηριότητος», όσο και στους επιμέρους δείκτες, καταγράφοντας υψηλότερες επιδόσεις στην ευκολία ενάρξεως επιχειρήσεως, στην προστασία επενδυτών μειοψηφίας και στις διασυνοριακές εμπορικές συναλλαγές.
Η σημαντική βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας τόσο στον γενικό δείκτη όσο και στους επί μέρους δείκτες είναι αποτέλεσμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα από το 2010 και έπειτα, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητος σε συνδυασμό με τη συμπίεση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Εντούτοις, η επιδείνωση του δείκτη κατά το τρέχον έτος έναντι του 2017 υποδεικνύει πως είναι αναγκαία η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου η ελληνική οικονομία να προσελκύσει επενδύσεις και να θέσει τις βάσεις για ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Ωστόσο, μία χρόνια αδυναμία της ελληνικής οικονομίας είναι ο προσανατολισμός των εξαγωγών σε προϊόντα χαμηλής εντάσεως τεχνολογίας, γεγονός που καθιστά δυσχερή τη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές καθώς αντιμετωπίζουν έντονο ανταγωνισμό από χώρες με χαμηλότερο κόστος εργασίας και χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές.
Η παραγωγή χαμηλής τεχνολογίας παρουσιάζει αύξηση το 2016 σε σχέση με το 2010 και το 2015, ενώ η παραγωγή μεσαίας – χαμηλής τεχνολογίας, η οποία αντιπροσωπεύει το 44,3% της συνολικής παραγωγής το 2016 έναντι 50,6% το 2010, παρουσιάζει κάμψη.
Ωστόσο, παρατηρείται μία άνοδος του ποσοστού μεταποιητικής παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας σε 4,6% το 2016, από 3,4% το 2010. Η αύξηση αυτή συνοδεύεται από μία αύξηση των εξαγωγών των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας ως ποσοστό των συνολικών εξαγωγών στη μεταποίηση σε 11,5% το 2016, από 10,1% το 2010. Εντούτοις, υπολείπεται του αντίστοιχου ποσοστού για την Ευρωζώνη, το οποίο αποτελεί το 17,5 % των συνολικών αντίστοιχων εξαγωγών για το 2016.
Συνεπώς, η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η στροφή προς ένα παραγωγικό υπόδειγμα με έμφαση στις επενδύσεις και στις εξαγωγές αποτελούν αδήριτη ανάγκη, προκειμένου η ελληνική οικονομία να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς αναπτύξεως τα επόμενα έτη.
Επιπροσθέτως, η μετάβαση προς ένα εξαγωγικό πρότυπο που θα βασίζεται περισσότερο σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας αποτελεί παράγοντα που θα δώσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην ελληνική οικονομία έναντι των ανταγωνιστριών χωρών.