Credit positive είναι το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδας για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων, σύμφωνα με νέα ανάλυση της Moody’s.

Όπως επισημαίνει ο οίκος αξιολόγησης, το σχέδιο κάνει λόγο για μεταφορά μεγάλου μέρους των NPE’s που βρίσκονται στους ισολογισμούς των τραπεζών και ένα τμήμα των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) σε ένα όχημα ειδικού σκοπού (SPV).

Η πρόταση “κρίνεται ως credit positive για τις ελληνικές τράπεζες διότι θα βελτιώσει την ποιότητα των assets τους καθώς και την ποιότητα της κεφαλαιακής τους βάσης, χάρη στη χαμηλότερη αναλογία των DTCs. Οι τράπεζες που θα επωφεληθούν από την πρόταση, παρουσιάζονται στον πίνακα.

Τα NPEs στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα διαμορφώνονται στα περίπου 89 δισ. ευρώ (τον Ιούνιο) ή στο 48% του συνόλου των δανείων στον ισολογισμό.
Ο δείκτης επηρεάζεται από την απουσία δανειακής επέκτασης τα τελευταία χρόνια και την απομόχλευση των ισολογισμών των τραπεζών.

Αν και τα NPEs των τραπεζών έχουν υποχωρήσει σύμφωνα με τους λειτουργικούς στόχους που συμφωνήθηκαν με τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ, η Τράπεζα της Ελλάδας αναγνωρίζει την ανάγκη για δραστικές ενέργειες προκειμένου να απελευθερωθούν οι πόροι των τραπεζών έτσι ώστε να ξεκινήσει εκ νέου ο δανεισμός προς την πραγματική οικονομία.

Σύμφωνα με την πρόταση της ΤτΕ, τα NPEs θα μεταφερθούν σε καθαρή λογιστική αξία (καθαρή από προβλέψεις για επισφαλή δάνεια) σε ένα SPV, μαζί με τις DTCs που αντιστοιχούν στην επιπλέον δυνητική ζημιά από τα NPEs.

Η νομοθεσία που θα θεσπιστεί, θα μετατρέπει αυτές τις DTCs σε αμετάκλητη απαίτηση από το SPV στο ελληνικό δημόσιο, με ένα προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής.

Το SPV θα εκδώσει τίτλους με τα NPEs ως collateral, σε τρεις κλάσεις (senior, mezzanine, junior), για να χρηματοδοτήσει τη συναλλαγή. Τα junior θα τα αναλάβουν οι τράπεζες (έως 20%) και το ελληνικό δημόσιο. Τα senior και mezzanine θα απευθύνονται ενδεχομένως σε ιδιώτες επενδυτές.

Το σχήμα θα διαχειρίζονται αποκλειστικά εταιρείες για δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές διαφάνειας και εποπτείας. Η εφαρμογή του θα εξαρτηθεί από την έγκριση των εποπτικών αρχών της ΕΚΤ.

Αυτή η δομή θα βελτιώσει την ποιότητα των τραπεζικών assets, με τη δραστική μείωση του επιπέδου των NPEs στα βιβλία τους και τη μείωση του ποσοστού των DTCs (περίπου 16 δισ. ευρώ για τον τραπεζικό τομέα τον Ιούνιο του 2018) στο ρυθμιστικό τους κεφάλαιο, στο περίπου 30% από το 57%.

Παρά την ενδεχόμενη μείωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας κατά περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες, θα ενισχύσει επίσης το ποσοστό της καλής ποιότητας κεφαλαίων (όχι DTC).

Παρόλα αυτά, η επιτυχία του σχήματος θα εξαρτηθεί από τις τιμές μεταβίβασης των NPEs καθώς και από τον όγκο των junior τίτλων που θα διατηρήσουν οι τράπεζες στον ισολογισμό τους, δεδομένου ότι αυτοί οι τίτλοι θα συνεχίσουν να φέρουν το ρίσκο πιθανών επιπρόσθετων ζημιών.