Πυρά κατά των οίκων αξιολόγησης εξαπολύει ο Ελβετός Καθηγητής Οικονομικών Μάνφρεντ Γκέρτνερ. Υποστηρίζει μάλιστα ότι οι εταιρείες αξιολόγησης είναι συνυπεύθυνες για την παρ’ ολίγον χρεοκοπία χωρών της Ευρωζώνης.

Πρόκειται για έναν «δημόσιο διαξιφισμό» με προϊστορία: το 2012 ο καθηγητής Γκέρτνερ και ο συνάδελφός του Μπιορν Γκρίσμπαχ δημοσίευσαν μία κοινή μελέτη, στην οποία κατηγορούν τους τρεις μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης (Standard & Poorʼs, Moodyʼs και Fitch) για λανθασμένους χειρισμούς στην περίοδο της κρίσης, οι οποίοι επιτάχυναν την πορεία των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης προς την οικονομική καταστροφή. Επειδή, όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές, τροφοδοτούσαν συνεχώς την ανασφάλεια των επενδυτών και τελικά προκάλεσαν έναν φαύλο κύκλο υποβαθμίσεων και ανόδου των επιτοκίων δανεισμού.
Όπως εξηγεί ο Καθηγητής Γκέρτνερ «ο κίνδυνος έγκειται στο ότι μία γνωμοδότηση μπορεί να γίνει μία αυτό-εκπληρούμενη προφητεία. Η αδικαιολόγητη και λανθασμένη υποβάθμιση μίας χώρας μπορεί να υπονομεύσει σε τέτοιο βαθμό την εμπιστοσύνη των αγορών στην αξιοπιστία της, ώστε τα επιτόκια δανεισμού να φτάσουν στα επίπεδα εκείνα που θα δικαιολογούσαν την αδικαιολόγητη υποβάθμιση ή ακόμα και να τα ξεπεράσουν. Όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και μία οικονομικά εύρωστη χώρα στη χρεοκοπία».

Έσυραν οι οίκοι την Ελλάδα στο «κούρεμα»;

Ο καθηγητής Γκέρτνερ αναφέρει ως παράδειγμα αυτό-εκπληρούμενης προφητείας την περίπτωση της Γαλλίας, η οποία τον Νοέμβριο του 2011 υποβαθμίστηκε «κατά λάθος» από την Standard & Poorʼs με αποτέλεσμα τα επιτόκια δανεισμού για τα γαλλικά κρατικά ομόλογα να εκτοξευτούν στα υψηλότερα επίπεδα από την καθιέρωση του ευρώ.

Οι ερευνητές του φημισμένου ελβετικού Πανεπιστημίου δεν αμφισβητούν βέβαια ότι οι υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης παρουσίασαν σημαντική επιδείνωση στους οικονομικούς δείκτες την περίοδο 2009-2012, η οποία θα δικαιολογούσε κάποια υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας από τους οίκους αξιολόγησης. Υποστηρίζουν ωστόσο ότι οι συνεχείς υποβαθμίσεις πήγαιναν πολύ πιο πέρα απ’ ότι θα δικαιολογούσαν τα οικονομικά προβλήματα των χωρών αυτών. «Αλλά, όταν υποβάλει στους οίκους αξιολόγησης το ερώτημα, μήπως έχουν γίνει λανθασμένοι χειρισμοί και μήπως οι οίκοι επιφυλάσσουν ιδιαιτέρως ευμενή μεταχείριση στις αγγλοσαξονικές χώρες, από τις οποίες και οι ίδιοι προέρχονται, τότε η απάντηση είναι ένα κοφτό “όχι, δεν κάνουμε κάτι τέτοιο” χωρίς περαιτέρω συζήτηση».

«Το ερώτημα που θέσαμε ήταν το εξής: μήπως οι αδικαιολόγητες υποβαθμίσεις ανάγκασαν την Ελλάδα να συρθεί στο “κούρεμα” του χρέους; Αντί να λάβουμε συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό, μας λένε όλο αυταρέσκεια ότι ουσιαστικά κατάφεραν να προβλέψουν το ελληνικό κούρεμα. Αυτό σημαίνει ότι μάλλον δεν έχουν καταλάβει ούτε το ερώτημά μας, αλλά ούτε και την ουσία του προβλήματος» τονίζει ο Eλβετός ερευνητής.

«Και η Γερμανία θα κατέρρεε με τέτοια επιτόκια»

Η «εν δήμω» αντιπαράθεση συνεχίζεται, καθώς ο Kαθηγητής Γκέρτνερ έχει κατηγορήσει δημοσίως τον Μόριτς Κρέμερ, επικεφαλής του τμήματος Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής στην Standard & Poorʼs, ότι «ψεύδεται» και «δεν αντιλαμβάνεται στοιχειώδεις συσχετισμούς της οικονομίας».

Σε ερώτηση της Deutsche Welle, η Standard & Poorʼs δεν θέλησε να σχολιάσει τις σχετικές αιτιάσεις. Πάντως σε πρόσφατο άρθρο του στη γερμανική οικονομική επιθεώρηση Wirtschaftswoche, ο Μόριτς Κρέμερ απορρίπτει τις αιτιάσεις περί «αυτό-εκπληρούμενης προφητείας» και κατηγορεί τον Μάνφρεντ Γκέρτνερ ότι ουσιαστικά συγχέει τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Ωστόσο ο ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Ζανκτ Γκάλεν επιμένει και παραθέτει μάλιστα ως παράδειγμα την περίπτωση της Ελλάδας:

«Πολλοί επισημαίνουν ότι στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ιρλανδίας θα ήταν δικαιολογημένη μία υποβάθμιση κατά μία ή δύο βαθμίδες. Αντί γι’ αυτό, οι χώρες αυτές κατρακύλησαν οκτώ, εννέα και έντεκα βαθμίδες. Αποτέλεσμα: Τα επιτόκια δανεισμού έφτασαν σε ύψη, στα οποία ούτε καν η Γερμανία και η Ελβετία δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν. Είναι βέβαιο ότι αν η Γερμανία είχε να αντιμετωπίσει επιτόκια δανεισμού γύρω στο 23-25% θα πήγαινε για “κούρεμα χρέους”» δηλώνει ο καθηγητής Γκέρτνερ.

Πηγή: Deutsche Welle