Ένας ανύπαρκτος θάνατος ξεμπροστιάζει τη Δημοσιογραφική Ανυπαρξία.
Είναι Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022 και ο ήλιος έχει αρχίσει να οδεύει προς τη δύση του,
διαγράφοντας την καθημερινή καθοδική του πορεία στο ουράνιο στερέωμα.
Όμως, αυτό το ήσυχο καλοκαιρινό δειλινό μέλλει να διαταραχτεί
-και μάλιστα, με κωμικοτραγικό τρόπο-
από μία απρόσμενη ιστορία όπου έρχονται να μπλεχτούν
και να συγκροτήσουν έναν σουρεαλιστικό αχταρμά,
ο Θάνατος, η Είδηση τού Θανάτου, η Διάψευση τού Θανάτου,
η Ανευθυνότητα, η Απόσειση Ευθυνών,
οι αντεγκλήσεις και τα αναρίθμητα περιπαικτικά κι ειρωνικά σχόλια.
Όλα αυτά, δε,
υπό τη συνοδεία τού μουσικού οργάνου που κυριαρχεί στα λατρεμένα θερινά πανηγύρια
και αντιλαλεί επιβλητικά στους λόγγους και στις ραχούλες τής ημεδαπής Επικράτειας.
Ο Σπύρος Μπιμπίλας,
πρόεδρος τού «Σ.Ε.Η.» («Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών»)
και εξαιρετικά δραστήριος σε πράξεις αλληλεγγύης προς εκατοντάδες καλλιτέχνες,
αναλαμβάνει το δυσάρεστο έργο να δημοσιοποιήσει την πληροφορία
που προ ολίγου έχει περιέλθει εις γνώσιν του.
Ο «Βασιλιάς τού Κλαρίνου», ο Γιώργος Μάγγας, έφυγε από τη ζωή.
…
Οι δημοσιογραφικές ιστοσελίδες σπεύδουν να αναπαραγάγουν την πένθιμη είδηση,
τα «Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης» ξεκινούν ακαριαία τον θρήνο
και τούς επιτηδευμένους προκαταβολικούς επικήδειους,
όλα πηγαίνουν κατ’ εμπορικήν ευχήν,
όμως ξάφνου έρχεται ο ίδιος ο «θανών» να τα καταστρέψει όλα.
Ο Γιώργος Μάγγας αναβιώνει τη σκηνή από την αξέχαστη κωμωδία «Μια Ελληνίδα στο Χαρέμι»,
όπου ο «(Πέθανε ο) θείος» τής Βλαχοπούλου, τού Εξαρχάκου, τού Σειληνού και τής Ιωαννίδου,
έχει σκαρώσει την κηδεία του και πετάγεται από την κάσα
όταν επιβεβαιώνει πως οι συγγενείς του πανηγυρίζουν για τον θάνατό του
και τσακώνονται στη μοιρασιά τής κληρονομιάς.
Ο υφέρπων πανηγυρισμός «Πέθανε ο Μάγγας, πέθανε ο Μάγγας.»,
ο επικαλυμμένος από τα -ως επί το πλείστον- υποκριτικά και πομπώδη δάκρυα τού Διαδικτύου,
κόβεται σχεδόν εν τη γενέσει του,
ενώ και οι πλουμιστές νεκρολογίες επιστρέφουν στο συρτάρι μέχρι την επόμενη «απώλεια».
Ο βιρτουόζος κλαρινίστας εμφανίζεται εν εξάλλω και διατυμπανίζει μία λέξη: «ΖΩ».
Μα τι θράσος…
Το Θράσος τής Νεκρανάστασης.
Πάνω που έχεις προσαρμοστεί με τον θάνατο τού άλλου,
πάνω που έχεις σπεύσει να προβείς στη δέουσα δημοσίευση
προκειμένου να προσποριστείς τα «clicks», τα «retweets» και τα «likes»,
έρχεται ο «νεκρός» και σού καταστρέφει όλα σου τα όνειρα.
Σε τι κοινωνία θα φέρουμε τα ψεύτικα δάκρυά μας, Νίκο Τσιαμτσίκα..;
…
Το 1897, ο Μάρκ Τουέϊν
-ήτοι, ένας από τούς σημαντικότερους λογοτέχνες και εξέχοντες ευφυολόγους-
είχε αντιδράσει με το φλεγματικό σαξονικό χιούμορ
στη μακάβρια φήμη που κυκλοφορούσε τότε στην αμερικανική δημοσιογραφική πιάτσα:
«Οι αναφορές σας στον θάνατό μου είναι υπερβολικές.»,
είχε πει στον Φρανκ-Μάρσαλ Γουάϊτ τής «New York Journal»,
αποκαθιστώντας με υπέροχη ειρωνεία την πραγματικότητα.
Όμως εδώ δεν ήταν εφικτή μία αντίστοιχη αντίδραση,
καθώς η οικογένεια τού Γιώργου Μάγγα και οι άνθρωποι τού στενού περιβάλλοντός του
εβίωσαν -έστω προσωρινώς- την ψυχολογική συντριβή
που επιφέρει η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου.
Η οργή, απολύτως δικαιολογημένη.
Οι ευθύνες, πολλές και ανισομερώς κατανεμημένες.
Αναμφίβολα, ο Σπύρος Μπιμπίλας φέρει μεγάλη ευθύνη για την επιπόλαιη ανάρτησή του·
είναι ανεπίτρεπτο -πόσω μάλλον, όταν διαθέτεις και θεσμική ιδιότητα-
να δημοσιεύεις είδηση θανάτου χωρίς να έχεις επιβεβαιώσει το γεγονός
(σημειωτέον,
ότι είναι η δεύτερη φορά που ο πρόεδρος τού «Σ.Ε.Η.» υποπίπτει σε αυτό το μέγα σφάλμα·
η πρώτη ήταν με τον ηθοποιό Χάρη Παναγιώτου,
ενώ σε ακόμα μία περίπτωση είχε εμπλοκή -ευτυχώς θετική-
όταν διέψευσε τις φήμες περί θανάτου τού ηθοποιού Ντίνου Καρύδη).
Ναι, ο Μπιμπίλας έχει τις δικές του ευθύνες,
ναι, ο Μπιμπίλας συμπεριφέρθηκε αγενώς προς τούς ανθρώπους που τον μέμφθηκαν
(όταν διαπράττεις ένα τέτοιο εκκωφαντικό λάθος,
οφείλεις να καταθέσεις μία δημόσια «συγγνώμη» -όπως και συνέβη-
και στη συνέχεια να αυτοτιμωρηθείς με σιωπή,
βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το «εγώ» σου μπροστά στις όποιες -έστω και ακραίες- προσβολές),
αλλά δεν θα τον καταδικάσουμε κιόλας,
διότι οφείλουμε να τού πιστώσουμε πως συχνά ενημερώνει την Κοινωνία
για τον χαμό καλλιτεχνών που ουδείς αναζητά και ουδείς νοιαζόταν αν ζούσαν ή αν πέθαναν.
Και βεβαίως, άθελά του εν προκειμένω,
ο Μπιμπίλας απετέλεσε το εφαλτήριο
για να καταδειχθούν οι παθογένειες που ταλανίζουν την Ελληνική Δημοσιογραφία
και την έχουν οδηγήσει πια σε εγκεφαλικό θάνατο·
με μηχανική υποστήριξη κρατιέται η άμοιρη στη ζωή
και πλέον προσδοκούμε σε ένα θαύμα για να επανέλθει στην πρότερη κατάστασή της.
…
Η ξεπεσμένη, ξευτιλισμένη και διαρκώς αυτοδιαπομπευόμενη Νεοελληνική Δημοσιογραφία
τα έριξε όλα στον «εύκολο στόχο» Μπιμπίλα·
ο δεδομένα «θύτης» τής υπόθεσης,
μετετράπη σε «εξιλαστήριο θύμα» από τις μεγαλύτερες ενημερωτικές ιστοσελίδες τής χώρας,
που έσπευσαν να δημοσιεύσουν το μαντάτο τού θανάτου τού Γιώργου Μάγγα
χωρίς την παραμικρή διασταύρωση
και στηριζόμενες αποκλειστικώς στην ανυπόστατη μακάβρια ανάρτηση.
Μάλιστα, η «Κατάντια τής Ενημέρωσης» έφτασε στην κορύφωσή της,
όταν το «Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων»
(ήτοι, ο -επί συνδρομή- επίσημος εθνικός τροφοδότης ειδήσεων),
προέβη σε δημοσίευση-νομιμοποίηση τής πληροφορίας τού (ανύπαρκτου) θανάτου,
με άμεση συνεπαγωγή να διασπαρθεί το «fake new» παντού.
Το «Α.Π.Ε.-Μ.Π.Ε.», ο υποτιθέμενος θεματοφύλακας τής Δημοσιογραφικής Αξιοπιστίας,
είχε υποπέσει σε ανεπανάληπτο και ντροπιαστικό ατόπημα,
ακολουθώντας το ανεγκέφαλο και ούγκανο «Πνεύμα τής Εποχής».
…
Διόλου τυχαία, αλλά απολύτως συνειδητά και συντεταγμένα,
σύσσωμα τα «Μ.Μ.Ε.» έριξαν στον Σπύρο Μπιμπίλα το ανάθεμα για το λάθος,
λες και το ολοκληρωτικό φταίξιμο ανήκε στον γνωστό ηθοποιό και πρόεδρο τού «Σ.Ε.Η.»·
ουδεμία δημοσιογραφική αυτοκριτική,
ουδεμία δημοσιογραφική αξιοπρέπεια,
ουδεμία ανάληψη δημοσιογραφικής ευθύνης.
Το «Χρονικό τού Προαναγγελθέντος Θανάτου τής Δημοσιογραφίας» έφτανε τώρα στο τέλος του,
αφού η αρχή έχει γίνει εδώ και δεκαετίες,
με το Διαδίκτυο να έρχεται να βάλει την «ταφόπλακα».
Η θλιβερή Νεοελληνική Δημοσιογραφία στηρίζεται επί χρόνια
στην τραγική διαδικασία που είναι γνωστή ως «Αντιγραφή-Επικόλληση».
Δύο «clicks» αρκούνε, ώστε να δικαιούσαι να αυτοπροσδιορίζεσαι ως «δημοσιογράφος»·
ένα «click» για το «Copy» και ένα «click» για το «Paste».
Ως εκ τούτου, ο Δημοσιογραφικός Πήχυς έχει υποστεί ανεπανάληπτη καθίζηση,
αφού σε αυτό το «Σύστημα Αμορφωσιάς» συμμετέχουν με τεράστια προθυμία
πλείστοι όσοι εξουσιάζοντες τον χώρο (ευτυχώς, όχι όλοι),
οι οποίοι -όντες άξεστοι, εγκάθετοι, διαπλεκόμενοι, απατεώνες-
προσλαμβάνουν νεαρά άτομα χωρίς ταλέντο, χωρίς ειδικές και γενικές γνώσεις,
με τεράστια κενά στη χρήση τής Ελληνικής Γλώσσας,
με παντελή απουσία διεισδυτικότητας, κριτικής ματιάς και δίψας για έρευνα,
με παρασάγγεια απόσταση από τη Φερεγγυότητα και την Τεκμηρίωση.
Έτσι φτάνουμε στη σημερινή σήψη,
όπου ένα από τα λειτουργήματα που -υποτίθεται ότι- αποτελεί βασικό πυλώνα για τη Δημοκρατία,
έχει καταβαραθρωθεί δικαίως στα «Τάρταρα τής Αξιοπιστίας».
Και βεβαίως, η κατάσταση θα βαίνει διαρκώς επιδεινούμενη,
καθώς το «νέο αίμα» τής Ελληνικής Δημοσιογραφίας
είναι μολυσμένο από τα θανατηφόρα μικρόβια τής Αμορφωσιάς και τής Οκνηρίας.
Τεμπελχανάδες και ολοσχερώς απαίδευτοι δημοσιογραφίσκοι
που έχουν διδαχθεί από τούς μέντορές τους τον Λαϊκισμό, την Προχειρότητα και τη Μαλακία,
μετατρέπουν το Λειτούργημα σε Κακούργημα,
γράφοντας κείμενα που δεν είναι καν για τα σκουπίδια
(αν πετάξεις ένα από αυτά τα θλιβερά κείμενα στα σκουπίδια,
θα επαναστατήσουν οι «Χ.Υ.ΤΑ.» για τη βάναυση προσβολή που τούς επεφύλαξες).
Η νέα γενιά δημοσιογράφων, η οποία αναποφεύκτως ανήκει στη «Γενιά τού Διαδικτύου»,
φέρει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά που μάς έχει κληροδοτήσει ο Παγκόσμιος Ιστός,
χωρίς όμως να αξιοποιεί και τα αναρίθμητα θετικά του.
Κείμενα-ξεπατικωτούρες,
ειδήσεις που αναπαράγονται αυτολεξεί από το «Α.Π.Ε.-Μ.Π.Ε.»
χωρίς καν να υπάρχει ο στοιχειώδης έλεγχος για ενδεχόμενα λάθη τού αρχικού συντάκτη,
η παρακμιακή κουλτούρα «Άλλη μια μέρα στη δουλειά…» στο απόγειό της.
Βαργεστημάρα. Βιασύνη. Ξεπέτα. Αμάθεια. Ημιμάθεια. Ανικανότητα.
Τεράστιες οι ευθύνες των γονέων και των δασκάλων·
η «Γενιά τού Κινητού», μία παραμελημένη, παραπεταμένη, βιασμένη γενιά,
δικαιώνει τον κοινωνικό προφήτη Τζορτζ Όργουελ
και τη «Νέα Ομιλία» που ο πρωτοπόρος Βρετανός λογοτέχνης προανήγγειλε το 1949
με το μνημειώδες μυθιστόρημα «1984».
Η Λογοτεχνικότητα και το Προσωπικό Στυλ σπανίζουν.
Η Δημοσιογραφία έχει καταντήσει μία απρόσωπη φάμπρικα,
όπου οι «εργάτες» δέχονται με περισσή ευκολία για τον εαυτό τους τον ρόλο τού Δούλου
και δεν έχουν την παραμικρή διάθεση -αλλά και το απαραίτητο ταλέντο- για παρεμβατικότητα.
Άνθρωποι χωρίς όνειρα, άνθρωποι απελπιστικά ανόνειροι και συνάμα εκτός πραγματικότητας,
άνθρωποι ενδοτικοί και ουδόλως δοτικοί,
διαχειρίζονται ένα βαρύ φορτίο που ούτε κατ’ ελάχιστον δύνανται να σηκώσουν
(διαβάζω κάθε λογής κείμενα και -ιδίως- άρθρα που εμφανίζονται μπροστά μου,
και στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι φρικτές κακοποιήσεις τού Γραπτού Λόγου·
το Λεξιλόγιο βρίσκεται κάτω από το όριο τής Φτώχιας,
οι επαναλήψεις-ανακυκλώσεις λέξεων και εννοιών πάνε κι έρχονται,
τα τσουναμηδόν ορθογραφικά και συντακτικά λάθη παράγουν μία αφόρητη-πνιγηρή αίσθηση,
κι όταν ολοκληρώνεις την ανάγνωση δεν σού έχει μείνει κάτι ουσιώδες,
κάτι που να εμπλουτίζει το γνωσιακό πεδίο σου,
κάτι που να κινητοποιεί το πνεύμα σου ή να αγαλλιάζει την ψυχή σου).
…
Λύσεις υπάρχουν;
Φυσικά και υπάρχουν,
αλλά είναι παντελώς ανεπιθύμητες από το «Σύστημα»
που επιδιώκει διακαώς να κρατάει τούς πολίτες καθηλωμένους στην Αμορφωσιά
και να τούς απομακρύνει τεχνηέντως από την Παιδεία,
χρησιμοποιώντας ως -ύπουλο και απολύτως μακιαβελικό- όπλο την Επιείκεια.
«Έλα, μωρέ, δεν τρέχει τίποτα που κάνεις δέκα λαθάκια σε μία πρόταση.»,
«Έλα, μωρέ, δεν υπάρχει πρόβλημα -τουναντίον, αξίζεις επαίνους- που είσαι αρχιμαλάκας.»,
«Έλα, μωρέ, αυτό που μετράει είναι να μάς ψηφίζεις για να σε καταστρέφουμε,
και -ως αρχιμαλάκας που είσαι- να μάς ξαναψηφίζεις για να σε ξανακαταστρέφουμε.».
Επιμύθιο:
Σύμφωνοι, η Αμορφωσιά είναι Προσωπικό Δικαίωμα,
σύμφωνοι, αυτό που προέχει είναι ο Χαρακτήρας,
όμως η Ιστορία έχει αποδείξει αναρίθμητες φορές
ότι η Αμορφωσιά είναι ο Προθάλαμος τού Φασισμού.
Συνελόντι ειπείν,
η Ελληνική Δημοσιογραφία θα έχει σημαντικές πιθανότητες να επανέλθει στα εγκόσμια
και -όπως ο «νεκραναστημένος» Γιώργος Μάγγας- να βροντοφωνάξει «ΖΩ»,
όταν αποβάλει τον Νεοέλληνα και όλα τα παραφερνάλιά του από μέσα της.
Όχι, η Νεοελληνική Αμορφωσιά δεν είναι χαριτωμένη, δεν είναι ελκυστικά γραφική,
δεν θα τη δεχθούμε αδιαμαρτύρητα ως το επιβεβλημένο «Lifestyle».
Έξω από τη Δημοσιογραφία οι αμόρφωτοι, οι απαίδευτοι, οι ακαλλιέργητοι.
Έξω οι τεμπελχανάδες, οι χαβαλέδες, οι ξεπατικωτουράκηδες.
Έξω όλοι αυτοί οι εθελουσίως «δούλοι»,
που προκειμένου να καλύπτουν τις ανεπάρκειές τους και τις μειονεξίες τους,
γίνονται οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» και οι πρόθυμοι λακέδες τού Συστήματος.
…
Ο Γιώργος Μάγγας ζει,
η νεκρή Ελληνική Δημοσιογραφία ψάχνει τη χαμένη της μαγκιά για να ξαναζήσει.
Είμαστε σε πόλεμο και θα νικήσουμε.
Ας είμαστε λίγοι· ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ!
Ο Υπο-Κοσμικός
(Twitter: @Ypokosmikos