Φωτορεπόρτερ μάχιμος, ολκής, αμάσητος και ετοιμοπόλεμος. Μια ζωή στα χαρακώματα. Στις διαδηλώσεις μα και στα κοσμικά γκαλά. Στο ξύλο των δρόμων, των διαδηλώσεων, στις πολιτικές συγκεντρώσεις, μα την ίδια στιγμή και πίσω από τις κουίντες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Θηρευτής της στιγμής. Του κλικ, που αποτύπωσε εκατοντάδες από τις ιστορίες της πόλης και του χάρισε την εν ζωή φήμη, αυτή του ιερού τέρατος της θεσσαλονικιώτικης φωτογραφίας.
Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούσε σπάνια. Και ίσως δεν ήταν μόνο το βαθύ γήρας και η ασθένεια, μα και η άγρια μελαγχολία που τον κατάτρυχε. Ο καρδιοχειρουργός Παναγιώτης Σπύρου, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Γουσίδης και ο Πάπας του μπασκετικού Άρη, Ανέστης Πεταλίδης, τα φιλαράκια του, το γνωστό σε όλους θεσσαλονικιώτικο Rat Pack, τον εγκατέλειψαν για τον Παράδεισο, αφήνοντάς τον μόνο κι έρημο, να αργοσέρνεται στην Καρόλου Ντηλ με το μπαστουνάκι του.
Αυτοί οι άνθρωποι ήταν η ζωή του και η Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη του. Όταν η Ελένη Βλάχου του πρότεινε να κατεβεί στην Αθήνα, ο Κυριακίδης απάντησε όχι, ευχαριστώ, εδώ και πουθενά αλλού. Γέννημα θρέμμα και άρρωστος με την πόλη, γνήσιος flaneur, μα και τοπικιστής ως το κόκαλο. Και ποιο ήταν το προσωνύμιό του; Η Αρκούδα. Του το χάρισαν οι συγκρατούμενοί του στη Μακρόνησο, όπου χειμώνα-καλοκαίρι κυκλοφορούσε με ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. «Έβραζε το αίμα του», μου εξομολογήθηκε κάποτε ο καλύτερός του φίλος Παναγιώτης Σπύρου.
Μα και την ίδια στιγμή, ο Σπύρου ήταν ο άνθρωπος που συντόνιζε όλη την καζούρα, τις πλάκες και τα άγρια χάπενινγκ εις βάρος του. Κάποτε του έταξε πως θα τον έπαιρνε μαζί του στη Βραζιλία, μόνο όμως αν… «περνούσε από κολονοσκόπηση, γιατί οι νόμοι εισόδου της χώρας ήταν αυστηροί», όπως τον έψησε. Αγόγγυστα ο Γιάννης το… «υπέστη». Μια άλλη φορά του έστειλε δώρο τρία φίδια. Ο Κυριακίδης του απάντησε με μήνυση, χωρίς να γνωρίζει πως αυτός ακριβώς ήταν και ο σκοπός του Σπύρου και της συμμορίας των εντιμότατων φίλων του. Στο δικαστήριο, σοβαρός ο Σπύρου, είπε στον πρόεδρο, «μα τι κάναμε, τέσσερα φίδια του στείλαμε για να του ευχηθούμε καλές δουλειές στο νέο του χώρο». Ο Κυριακίδης πετάχτηκε από το ακροατήριο φωνάζοντας «…αμάν, τρία εγώ είδα, ωχ, σίγουρα το ένα δραπέτευσε και κρύβεται μέσα στο αρχείο μου». Μυθικές ιστορίες που ακόμα τις διηγούνται στη Θεσσαλονίκη.
Πέρα από τη Μελίνα και τον Αντρέα που τον λάτρευαν, πέρα από την περίφημη σκάλα, με την οποία κυκλοφορούσε ώστε να ανεβαίνει όταν χρειαζόταν, για να παίρνει κεφάλι έναντι των ανταγωνιστών φωτορεπόρτερ αλλά και για να ανιχνεύει την κατάλληλη γωνία λήψης, ο Κυριακίδης είναι ο τελευταίος των μεγάλων Θεσσαλονικέων που η ζωή, η δουλειά, η παρέα, η περιπέτεια, η τέχνη, οι δρόμοι και η πόλη συνομολογούσαν τη μεγάλη της ζωής τους αφήγηση. Εν είδει μιας διαρκούς παράστασης που τη συζητούσαμε στα στέκια και τη χειροκροτούσαμε με γνήσιο θαυμασμό, εμείς τα «πουλιά», όπως μας αποκαλούσε στην εφημερίδα «Μακεδονία», κάποτε που μας επισκέφτηκε για να γνωρίσει την καινούργια σοδειά δημοσιογράφων.
Συγκίνηση μεγάλη και πικρό καφέ μας κέρασε η είδηση του θανάτου του. Δεν απόμεινε τίποτα πλέον από την κλάση τους. Εκείνων που, για τον Βορρά, ήταν, είναι και θα είναι καθαγιασμένες πλέον περσόνες, με μιαν άλλη αίγλη, που είναι παρά πολύ δύσκολο να τη φτάσει, οιοσδήποτε επόμενος. RIP.
Πηγή: athensvoice.gr
Οι φωτογραφίες περιέχονται στο άλμπουμ «Γιάννης Κυριακίδης – Ζωή γεμάτη εικόνες», σε έρευνα και επιμέλεια του δημοσιογράφου Κώστα Μπλιάτκα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίλητος.