Ρεπορτάζ: Νίκος Τσιαμτσίκας

Στα αζήτητα λόγω κρίσης βρίσκεται το χριστουγεννιάτικο έδεσμα που «ίπταται» στα 8-10 ευρώ το κιλό. Εισαγόμενη ή ντόπια φέτος η γαλοπούλα όπως όλα δείχνουν, με 8 ή 10 ευρώ το κιλό, δεν πρόκειται να μπει στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι του Έλληνα, όπως κάθε τι ακριβό, στο οποίο τραβάει «χ» το μέσο νοικοκυριό.

Βαρόμετρο όπως πάντα κάθε τέτοια εποχή η Βαρβάκειος αγορά, στην οποία συρρέουν από τώρα οι Αθηναίοι προκειμένου να κάνουν έρευνα αγοράς.

«Δεν τη ζητάνε, δεν υπάρχει γαλοπούλα φέτος, βλέπετε στα τσιγκέλια δεν υπάρχει πουθενά» μας λέει ο πρόεδρος της Βαρβακείου κ. Κλεάνθης Τσιρώνης, για να συνεχίσει: «Η γαλοπούλα είναι τώρα στα 7 και μπορεί να πάει 8 ευρώ. Σε άλλα σημεία πώλησης μπορεί να φτάσει η ντόπια νωπή και τα 10. Ο κόσμος, δεν έχει χρήματα. Υπάρχει τεράστιο θέμα, όλο κόβουν από τις ποσότητες. Είναι να πάρουν ένα κιλό και παίρνουν μισό. Βάζεις 100 γραμμάρια παραπάνω και φωνάζουν να το αφαιρέσεις. Η κατάσταση έχει ξεπεράσει το τραγικό».

Αντίθετα στη Βαρβάκειο αγορά σήμερα στα τσιγκέλια υπήρχε ντόπιο αρνί στα 6 ευρώ το κιλό ακόμη και γουρουνόπουλο στην ίδια τιμή.

Η προτίμηση των καταναλωτών είναι εμφανής στο χοιρινό και το αρνί, αν και υπάρχουν εναλλακτικά κομμάτια ή μπούτια γαλοπούλας νωπά εισαγωγής στα 2 ευρώ το κιλό και χοιρινές μπριζόλες από 3,60 έως 4 ευρώ το κιλό ανάλογα με το κομμάτι. Τιμές οι οποίες δεν τολμούν ν’ ανέβουν σε σχέση με πέρσι, γιατί προφανώς, τα κρέατα είναι για να πωληθούν κι όχι να μείνουν στα τσιγκέλια παρέα με τις χάρτινες πινακίδες και να γίνουν… «γκοτζίλες».

Θα τσιμπήσουν όμως και άλλο

Βέβαια οι τιμές δεν πρόκειται να μείνουν σ’ αυτά τα επίπεδα, όπως μας πληροφορεί ο κ. Τσιρώνης, αλλά το πιθανότερο είναι να τσιμπήσουν μέχρι και ένα ευρώ το κιλό τις επόμενες ημέρες όσο πλησιάζουν οι γιορτές. Βέβαια, αυτό προϋποθέτει να υπάρχει ζήτηση. Γιατί αν δεν υπάρξει η αναμενόμενη ζήτηση τότε οι τιμές, λόγω σκληρού ανταγωνισμού, δεν γίνεται ν ανεβαίνουν και τα κρέατα να μένουν απούλητα στα τσιγκέλια.

Χαρακτηριστικό είναι ότι οι παραγγελίες προς το χονδρεμπόριο από τους κρεοπώλες, είναι συντηρητικές και μαζεμένες σε σχέση με πέρσι, λόγω της κρίσης. Η κατανάλωση κρέατος είναι ήδη περιορισμένη κατά 30%.

«Δεν τα βγάζουμε πέρα πια. Ότι μπορέσουμε θα πάρουμε» μας λέει ο κος Κώστας από τα Πετράλωνα, συνταξιούχος. «Με 300 ευρώ σύνταξη, πως να τα βγάλουμε πέρα, ερχόμαστε στη Βαρβάκειο και… κάνουμε τουρισμό».

Οι ατάκες των, κυρίως, συνταξιούχων ή χαμηλόμισθων που αναζητούν φθηνότερο κρέας στη Βαρβάκειο αγορά, είναι σχεδόν πανομοιότυπες, κλισέ. Κι αυτό γιατί προφανώς, ίδια είναι ή ακριβώς ίδια τα προβλήματα που απασχολούν όσους έχουν αδύναμο πορτοφόλι και περιμένουν να ζήσουν από χαμηλούς μισθούς και κουτσουρεμένες συντάξεις.

Έτσι, ένας στους δέκα από αυτούς που… παρελαύνουν μπροστά στις βιτρίνες των κρεοπωλείων αγοράζει τελικά, ενώ όλοι μαζί, όταν τους ρωτάς τι φταίει, περνούν «γενεές δεκατέσσερις» τους πολιτικούς που θεωρούν κύριους υπεύθυνους για την κατάντια της ελληνικής οικονομίας και κατά συνέπεια της ποιότητας της ζωής τους.

Αξίζει να σημειωθεί πάντως, ότι παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι για τους Έλληνες δεν είναι η γαλοπούλα, αλλά το χοιρινό, οι «τσιγαρίδες», όπως ονομάζεται το τηγανητό χοιρινό σε μικρά κομμάτια, σε διάφορες περιφέρειες όπως η Ήπειρος και η Θεσσαλία. Η εναλλακτική πρόταση βεβαίως που κερδίζει τα τελευταία χρόνια έδαφος είναι το αρνί ή το κατσίκι το οποίο ακόμη και στη μέση του χειμώνα επιζητεί τη…δόξα του πασχαλινού οβελία.

Λιανική αγορά μέσα στου Ρέντη

Την ίδια ώρα ο υφυπουργός Ανάπτυξης κ. Θανάσης Σκορδάς προφανώς θέλοντας να δρέψει δάφνες αντίστοιχες με εκείνες που έδρεψαν οι δήμαρχοι με το «κίνημα της πατάτας», εξήγγειλε τη λειτουργία αγοράς λιανικής μέσα στην κεντρική αγορά του Ρέντη, όπου οι καταναλωτές, λέει, θα μπορούν να πηγαίνουν και να ψωνίζουν σε τιμές χονδρικής, κάτι ωστόσο που δεν έχει γίνει ποτέ μέχρι σήμερα, αν και έχει εξαγγελθεί ήδη, δύο φορές από πέρσι.

Όλα τελικώς κρίνονται στην τιμή. Κι αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν καλά οι κρεοπώλες και στα συνοικιακά κρεοπωλεία και στη Βαρβάκειο. Όσο για την ποιότητα αυτή θέλει… «μάτια δεκατέσσερα» και καταναλωτές με γνώση και κρίση.