Πριν από 12 ακριβώς χρόνια, ξεκίνησα το διδακτορικό μου, το οποίο επικεντρωνόταν στην οικονομική κρίση στην Ελλάδα και τις συνέπειές της στην κοινωνική και ψυχική ζωή των ανθρώπων. Κάποια στιγμή, έμαθα ότι μια Αγγλίδα δημοσιογράφος του BBC είχε γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ στην Αθήνα, προσπαθώντας να αποτυπώσει τις επιπτώσεις μιας σκληρής ανθρωπιστικής κρίσης στις ζωές των Ελλήνων. Στη διάρκεια μιας από τις συναντήσεις μας, μου μίλησε με θαυμασμό για τη στάση των Ελλήνων. Μου είπε ότι είναι άνθρωποι απογοητευμένοι και λυπημένοι, αλλά παράλληλα εξαιρετικά δυναμικοί, με έντονη άποψη για όλα όσα συμβαίνουν γύρω τους. Αυτός ο δυναμισμός ήταν κάτι που της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και τον επικροτούσε, συγκρίνοντάς τον με την «παθητικότητα», όπως ανέφερε, των βόρειων λαών. Αυτό που προσπάθησα να της εξηγήσω ήταν ότι η ελληνική κοινωνία ήταν πάντα μια κοινωνία που υπέφερε, έχοντας περάσει από αμέτρητους ανισομερείς πολέμους (με χειρότερο τον εμφύλιο), κατοχή, χούντα και, φυσικά, όλες τις κακοτοπιές της μεταπολίτευσης. Η οικονομική κρίση του 2008 ήταν το αποκορύφωμα της λεηλασίας της αξιοπρέπειας και της ευημερίας ενός λαού, που μια δεκαετία αργότερα θα μάθαινε να αρκείται με τα λίγα, γιατί τα πολλά δικαιούνταν μόνο οι ολίγοι. Οι άνθρωποι στην Ελλάδα, επομένως, ποτέ δεν θεωρούσαν τίποτα δεδομένο. Η χώρα κυβερνιόταν πάντα από πολιτικούς που τους υπενθύμιζαν διαρκώς ότι τίποτα δεν είναι κατοχυρωμένο. Και εγώ, ως Ελληνίδα πολίτης, έμαθα από μικρή ότι στην πραγματικότητα δεν δικαιούμαι τίποτα.
Αναφέρομαι στη δημοσιογράφο γιατί θέλω να συνδέσω αυτό που την εντυπωσίασε – δικαιολογημένα, λόγω της καταγωγής και των εμπειριών της – με κάτι που επίσης παρατηρώ στους διανοούμενους της χώρας μας, οι οποίοι όμως ζουν στο εξωτερικό. Αυτοί έχουν υιοθετήσει μια «ξενόφερτη» συμπεριφορά, βλέπουν τα πάντα από ψηλά, με απορία και χρησιμοποιούν ακαδημαϊκές φιοριτούρες για να υποτιμήσουν την αξία και τη δυναμική μιας απόλυτα δικαιολογημένης συγκίνησης και αγανάκτησης ενός ολόκληρου έθνους. Η πολιτική εκτροπή, που υπονοούν ότι προκαλούν συλλαλητήρια τέτοιου μεγέθους, ξεκίνησε κυρίως όταν επιβλήθηκε το ευρώ, όταν ήρθαν στη χώρα μας οι νομισματικές επιτροπές, τα «ναι σε όλα» ψηφίσματα μέσα στη νύχτα όταν καιγόταν η Αθήνα, η αντισυνταγματική επιβολή των εμβολίων που παραβιάζουν την ατομική ελευθερία, τα ουρανοκατέβατα χαράτσια, και τώρα, την τελευταία δεκαετία, η προσπάθεια της κυβέρνησης να κάνει το μαύρο άσπρο. Η πολιτική εκτροπή (που με την καταπάτηση τόσων θεμελιωδών δικαιωμάτων θυμίζει έντονα καιρούς μιας πολιτειακής εκτροπής), ξεκίνησε από τότε που βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας αναγκάζονται να παραδεχθούν δημόσια ότι οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας είναι ένα δημοκρατικό, συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα – λες και το λένε για να το πιστέψουν και οι ίδιοι, λες και μας νοιάζει ή θα πρέπει να πάρουμε την άδειά τους για να διαμαρτυρηθούμε. Ο κόσμος δεν βγαίνει στους δρόμους μόνο για το άδικο του αθώου αίματος στα βαγόνια των Τεμπών, αλλά κυρίως γιατί έχει βαρεθεί, έχει αηδιάσει και έχει κουραστεί να βλέπει την αξιοπρέπειά του να καταπατείται και την νοημοσύνη του να υποτιμάται με μια αλαζονεία και απάθεια που αγγίζει (ή ξεπερνάει) τα όρια της ψυχοπαθολογίας.
Ο παραλληλισμός των τελευταίων διαδηλώσεων με τα συλλαλητήρια του δημοψηφίσματος ή των Αγανακτισμένων είναι, κατά τη γνώμη μου, εκτός τόπου και χρόνου. Αντιλαμβάνομαι τις προσπάθειες ορισμένων να κάνουν παραλληλισμούς που υπονοούν έναν εκ νέου διχασμό, όμως, ο μόνος πραγματικός διχασμός που υπάρχει σήμερα είναι ανάμεσα σε έναν ολόκληρο λαό και μια χούφτα ανθρώπους που, υπό το πρόσχημα της δημοκρατίας, κυβερνούν τον τόπο, χωρίς να αναλαμβάνουν ποτέ την ευθύνη για τα εγκληματικά τους λάθη (εδώ ισχύει αυτό που πολύ εύστοχα έγραψε κάποιος «εγώ κοιτούσα τον Αγοραστό, που κοιτούσε τον Γεραπετρίτη, που έψαχνε τον Καραμανλή»).
Και επιτέλους, πρέπει να σταματήσει αυτό το αφήγημα που ακούω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου στο σχολείο, ότι «οι παθογένειες του ελληνικού λαού» είναι το πρόβλημα. Φυσικά, κάθε λαός έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και σίγουρα δεν θα μπορούσαμε ποτέ να γίνουμε «βόρειοι Ευρωπαίοι». Όμως, αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι τυχαία. Διαμορφώνονται από την ιστορία κάθε λαού και, κυρίως, από τον τρόπο που τον αντιμετωπίζει το κράτος και οι θεσμοί του. Όπως και να το κάνουμε, η δράση προκαλεί πάντα μια αντίδραση, και αυτή δεν είναι πάντα ευχάριστη για εκείνους που την προκάλεσαν (τους ‘δράστες’ της Ιστορίας). Η αλήθεια είναι ότι η χώρα έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στους θεσμούς, στη Δικαιοσύνη, στις ανεξάρτητες αρχές και στους ελεγκτικούς μηχανισμούς που συνιστούν τη σπονδυλική στήλη της Δημοκρατίας. Και όταν αυτά τα θεσμικά όργανα δεν λειτουργούν, πρέπει να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει με αυτούς που τα στελεχώνουν. Η τακτική της επίρριψης ευθυνών στα θύματα (victim blaming) δεν βοηθά, ούτε εξηγεί την κατάσταση.
Ο ελληνικός λαός είναι ένας βαθιά τραυματισμένος λαός. Έχουν γραφτεί τόνοι για το συλλογικό τραύμα που προκαλούν οι οικονομικές κρίσεις, το οποίο επηρεάζει όχι μόνο την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων, αλλά κυρίως την ψυχική τους υγεία, τις κοινωνικές τους σχέσεις και την αίσθηση της ταυτότητας και ασφάλειας. Οι ψυχολογικές (άγχος, κατάθλιψη, PTSD) και κοινωνικές επιπτώσεις (κοινωνική απομόνωση), η μείωση της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και το αίσθημα συλλογικής αλληλεγγύης, και πολύ δυστυχώς, η διαγενεακή μετάδοση του τραύματος είναι μόνο μερικά από αυτά. Ειδικά εμείς που ζούμε στο εξωτερικό, σε κράτη με θεσμούς που σέβονται την αξιοπρέπεια και τη ζωή του ανθρώπου, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις δηλώσεις μας και να θυμόμαστε τι αφήσαμε πίσω μας (και κυρίως γιατί επιλέξαμε να το αφήσουμε).
Πριν ξεκινήσω αυτή τη δουλειά, πίστευα ότι η ευτυχία βρίσκεται σε μια ζωή χωρίς δυσκολίες, σε έναν δρόμο χωρίς εμπόδια (ίσως γιατί η ζωή μου είχε πολλά από αυτά). Και πριν ξεκινήσω να βοηθάω ανθρώπους, νόμιζα ότι ο στόχος μου ήταν να τους δείξω πώς να κάνουν τη ζωή τους πιο εύκολη. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο, όμως. Η ζωή του καθενός, όπως και η ζωή ενός ολόκληρου έθνους, είναι γεμάτη δυσκολίες. Αν το αποδεχτούμε, τότε το καθήκον μας δεν είναι να εξαλείψουμε τα εμπόδια – κάτι αδύνατο – αλλά να μάθουμε να τα αντιμετωπίζουμε με επιμονή. Όταν περνάμε δύσκολες στιγμές, η σκέψη να τα παρατήσουμε είναι δελεαστική, γιατί έτσι νομίζουμε ότι θα σταματήσει ο πόνος. Ο πόνος δεν εξαφανίζεται· απλώς μετατρέπεται σε τύψεις, ενοχές, και το βάρος της γνώσης ότι αν είχαμε δείξει μεγαλύτερη επιμονή, ίσως να είχαμε πετύχει.
Ίσως να μην έρθουν ποτέ οι απόλυτα ευνοϊκές συνθήκες στην Ελλάδα. Όμως η αδιαπραγμάτευτη απόφαση ότι θα συνεχίσεις να αγωνίζεσαι, ότι δεν θα τα παρατήσεις, όσο δύσκολο κι αν γίνει, σε πάει ένα βήμα πιο κοντά σε αυτό για το οποίο αγωνίζεσαι και έχει πραγματική σημασία για σένα. Αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη σου δύναμη: να μην εγκαταλείπεις ποτέ όταν κάτι μετράει πραγματικά για σένα.
Ιουλία Καζάνα-McCarthy
Δρ. Κοινωνιολογίας (University of Surrey, UK)
Πιστοποιημένη Life Coach (International Coaching Federation, ICF)
Solution Focused Θεραπεύτρια (BRIEF & The Solution Focused Universe)