Σχεδόν όλα τα κτίρια κατά μήκος των δρόμων στα περίχωρα της Μοσούλης, λίγα χιλιόμετρα πριν το κέντρο της πόλης, έχουν καταστραφεί ή καεί και δεν «κυκλοφορεί» ψυχή, εκτός από ασθενοφόρα ή στρατιωτικά hummer. Παντού ερείπια και ίχνη πάλης, ποικίλα αχρηστευμένα όπλα και σφαίρες σκορπισμένες, κύλινδροι ρουκετών και πυραύλων και διαλυμένα οχήματα- βόμβες σε κάθε γωνιά, λίγο πριν το τελευταίο μεγάλο οχυρό των τζιχαντιστών στο Ιράκ.

Μια ομάδα φίλων που αποφάσισαν να διασχίσουν μία από τις… στοιχειωμένες περιοχές για να βρει φαγητό, «έπεσε» πάνω σε γαλλικά μέσα ενημέρωσης. «Βλέπετε ποια είναι η κατάσταση. Εδώ δεν υπάρχει πλέον καμία ελπίδα. Χωρίς νερό και χωρίς τροφή, είμαστε καταδικασμένοι σε αργό θάνατο. Βγήκαμε έξω γιατί πεινάμε και ψάχνουμε για φαγητό αν και απ’ ότι βλέπετε όλα εδώ είναι κλειστά και δεν υπάρχει τίποτα».

Όσο πλησιάζει κανείς στις απελευθερωμένες περιοχές, σύμφωνα με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, οι άνθρωποι βγαίνουν από τα σπίτια τους, με μοναδική τους ελπίδα να πετύχουν κάποιο κονβόι που είναι συνήθως γεμάτο με αλεύρι, νερό και τα βασικά είδη διατροφής, διότι και οι περισσότερες από τις υπεραγορές είναι λεηλατημένες. Οι πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες από την άλλη, που επικρατούν στην περιοχή, επηρεάζουν τα τριαξονικά και καθιστούν στην παρούσα φάση αδύνατη την παροχή βοήθειας τουλάχιστον στο βόρειο Ιράκ, όπου έχει αρχίσει να απλώνεται το χιόνι και σε χαμηλά πλέον υψόμετρα.

«Κάποια παιδιά άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος μας με ένα χαμόγελο, σχηματίζοντας ένα V με τα δάχτυλά τους, ως ένα σημάδι της ειρήνης, ελπίζοντας να πάρουν κάποια βοήθεια», λέει ένα μέλος μίας ανθρωπιστικής οργάνωσης του ΟΗΕ που επισκέφθηκε μία από τις περιοχές αυτές, πριν από μερικές μέρες. «Παρατηρώντας πιο προσεκτικά τις φυσιογνωμίες και τις εκφράσεις των ανθρώπων που μάχονται για την επιβίωσή τους», συνεχίζει «ο φόβος και η ανησυχία διαβάζονται μέσω των ρυτίδων των προσώπων τους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι επιβίωσαν δύο χρόνια κάτω από την κυριαρχία του ισλαμικού Χαλιφάτου (ΕΙ) και έπαιζαν καθημερινά τη ζωή τους κορόνα – γράμματα. Μακάρι να γινόταν να τους βοηθήσουμε όλους, αλλά αυτό δεν είναι εφικτό».

«Όλοι μας έχουμε οικογένεια» λέει ένας κάτοικος της περιοχής και «στενούς φίλους που εξακολουθούν να είναι παγιδευμένοι στο εσωτερικό στην παλαιά πόλη του οχυρού της Daech, από το τέλος Νοεμβρίου κι έπειτα και σήμερα δεν γνωρίζουμε τι θα απογίνουν αυτοί οι άνθρωποι».

Μέχρι σήμερα, οι ιρακινές δυνάμεις που υποστηρίζονται από τους δυτικούς συμμάχους τους, προχωρούν αργά, έχοντας σχεδόν καταφέρει να αποσπάσoυν από τους μαχητές της σκοταδιστικής οργάνωσης του ISIS, ένα μέρος των ανατολικών συνοικιών της πόλης.

Ωστόσο, πέρα από τις νίκες και τις στρατιωτικές απώλειες, η ανθρωπιστική κατάσταση είναι φρικτή και χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Τα δύο εκατομμύρια άμαχοι παγιδευμένοι μέσα στην πόλη, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειών, υποβάλλονται σε σκληρές δοκιμασίες, αντιμετωπίζοντας κι ένα σκληρό χειμώνα, χωρίς να έχουν τα πιο βασικά μέσα.

Έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε βασικές ανάγκες, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ εν μέσω χειμώνα, δεν έχουν καμία θερμάστρα. Πρόσφατες εκθέσεις εκτιμούν ότι μισό εκατομμύριο άνθρωποι στερούνται εντελώς το πόσιμο νερό.

Έξω από την πόλη, ο ΟΗΕ εκτιμά ότι περίπου 78.000 κάτοικοι τράπηκαν σε φυγή, ένας αριθμός που αυξάνεται καθημερινά ραγδαία και από την άλλη ένας αυξανόμενος αριθμός προσφύγων, διαμένει σε πρόχειρους καταυλισμούς στα περίχωρα της Μοσούλης.

Τοπικοί αξιωματούχοι, εκπρόσωποι των Ηνωμένων Εθνών και άλλων ΜΚΟ εξηγούν ότι έως τώρα αρκετές από τις απελευθερωμένες περιοχές, δεν είχαν λάβει καμία αξιόλογη βοήθεια. «Αυτοί οι άνθρωποι μας έχουν περισσότερο ανάγκη από ποτέ. Οι καιρικές συνθήκες όμως δεν είναι με το μέρος μας» αναφέρει ένας από τους εκπροσώπους των ΜΚΟ, ο οποίος τόνισε ότι θα παρασχεθεί βοήθεια και σε εκτοπισθέντες, που σταθμεύουν σε στρατόπεδα προσφύγων στο βόρειο Ιράκ.

«Άραγε υπάρχει ελπίδα»;

Η κατάσταση επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα, για τα παιδιά, τις χήρες, τους γονείς που αντιμετωπίζουν αυτή την καταστροφή, με θερμοκρασίες που τα βράδια, πέφτουν πολύ κάτω από το μηδέν.

Υπάρχουν πάντως και μερικοί άνθρωποι που κράτησαν την ελπίδα και την αισιοδοξία τους.

Ένας άνδρας φώναξε: «Al-Hamdulilah (Δόξα στον Αλλάχ) έχω μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου και η οικογένειά μου είναι ακόμα ζωντανή». Η ελπίδα και η προσευχή σώζει τους κατοίκους της Μοσούλης από την παραφροσύνη, λέει ένας ιερέας: «η προσευχή και η εμπιστοσύνη στο Θεό βοηθάει την ψυχή μας να ανταπεξέλθει μέσα σ’ αυτή την κόλαση. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχουμε πίστη. Από την πλευρά μας προσευχόμαστε, για όλους εκείνους τους ανθρώπους, που βρίσκονται παγιδευμένοι στο εσωτερικό της παλαιάς πόλης».

«Από τη στιγμή που δεν υπάρχει νερό ή ηλεκτρικό ρεύμα και κάθε μέρα ζούμε όλο και με λιγότερο φαγητό κανείς δεν γνωρίζει αν θα επιβιώσουμε ή αν θα πεθάνουμε μέσα σε αυτό τον βαρύ χειμώνα», λέει με πόνο ψυχής μια μητέρα που ζει, λίγο έξω από τη Μοσούλη και προσθέτει με νόημα: «Στα στρατόπεδα, τουλάχιστον έχουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, το νερό τους και πάνω από ένα γεύμα την ημέρα».

Μια ολόκληρη γενιά από την άλλη, στερείται την παιδική της ηλικία και την αθωότητά της.

Ένας πρώην δάσκαλος δημοτικού σχολείου στη Μοσούλη, ο οποίος τώρα ζει στο στρατόπεδο Χασάν Σάμι, μίλησε για την περιπέτειά του με την οικογένειά του. «Αφήσαμε όλα τα υπάρχοντά μας πίσω. Δεν ξέρουμε τι θα απογίνουμε και το τραγικό είναι ότι και τα παιδιά μας έχουν μπει από τόσο νωρίς σε αυτή τη λογική της επιβίωσης. Είχαμε χτίσει το σπίτι μας με κόπο και ιδρώτα. Αλλά οι τζιχαντιστές μας ανάγκασαν να τα αφήσουμε όλα πίσω. Μας έκλεψαν όλα τα κοσμήματα και οι αποταμιεύσεις μιας ζωής πήγαν χαμένες, λέει και προσθέτει: «Εμείς μένουμε χωρίς φαγητό πολλές φορές, διότι δε φτάνει για όλους και τις περισσότερες φορές μένουν για εμάς μόνο τα αποφάγια».

Μια άλλη ιστορία ενός μικρού κοριτσιού δύο ετών ραγίζει καρδιές. Το κοριτσάκι σύμφωνα με τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης «είχε κουλουριαστεί στην αγκαλιά της μητέρας του, με τα γόνατα σφιχτά στο στήθος και το πηγούνι. Είχε τα μάτια κλειστά και έτρεμε από το ρίγος. Είχε ξεκινήσει ένα μακρύ ταξίδι μέσα στο κρύο για να έρθει εδώ (στο στρατόπεδο) τουλάχιστον από 30 χιλιόμετρα μακριά», σύμφωνα με τους γονείς του, που «διήνησαν την απόσταση με τα πόδια, φορτωμένοι με τα υπάρχοντά τους και με τρύπια παπούτσια μέσα στις καταιγίδες.

Επιμέλεια: Φάνης Επιτροπάκης