Ο πρώην πρωθυπουργός του Κοσόβου Ράμους Χαραντινάι παρέμεινε για λιγότερο από μία ώρα στον εισαγγελέα του Ειδικού Δικαστηρίου, όπου κλήθηκε να καταθέσει ως ύποπτος για εγκλήματα πολέμου.
Ο Χαραντινάι βγαίνοντας από το κτήριο της εισαγγελίας δήλωσε ότι υπερασπίστηκε τον εαυτό του διά της σιωπής. «Σήμερα παρουσιάστηκα υπό την ιδιότητα του υπόπτου στον ειδικό εισαγγελέα για να εκπληρώσω μία νομική μου υποχρέωση. Είχα τη συμβουλή των νομικών να μην απαντήσω καθόλου στις ερωτήσεις. Από τη μεριά μου εκπλήρωσα την υποχρέωσή μου. Άλλες υποχρεώσεις δεν έχω» δήλωσε στους δημοσιογράφους ο Χαραντινάι εξερχόμενος από την εισαγγελία. Ανέφερε επίσης ότι δεν του γνωστοποιήθηκε για ποια εγκλήματα θεωρείται ύποπτος και δεν μπορεί να κάνει υποθέσεις με δεδομένο ότι δεν του έγιναν συγκεκριμένες ερωτήσεις, αφού εξ αρχής δήλωσε ότι αρνείται να απαντήσει.
«Το μόνο πράγμα που μου γνωστοποιήθηκε είναι ότι οι υποθέσεις έχουν να κάνουν με τη δράση μου στον UCK» είπε ο Χαραντινάι στους δημοσιογράφους και εκτίμησε ότι δεν αναμένει να του απαγγελθεί κατηγορία.
Ο Ράμους Χαραντινάι παραιτήθηκε από πρωθυπουργός του Κοσόβου την περασμένη Παρασκευή ανακοινώνοντας ότι κλήθηκε από το Ειδικό Δικαστήριο στη Χάγη να παρουσιαστεί ως ύποπτος για εγκλήματα πολέμου. Από το Ειδικό Δικαστήριο κλήθηκαν μέχρι σήμερα να καταθέσουν 40 πρώην μαχητές και διοικητές του αποκαλούμενου Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου (UCK). Μέχρι στιγμής σε κανέναν δεν έχει απαγγελθεί κατηγορία.
Το Ειδικό Δικαστήριο, που ιδρύθηκε με απόφαση της βουλής του Κοσόβου το 2015, βάσει πορίσματος του Συμβουλίου της Ευρώπης από το 2011, ασχολείται με τα εγκλήματα που διέπραξαν μαχητές του UCK από την 1η Ιανουαρίου του 1998 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του 2000. Οι υποθέσεις αφορούν κυρίως σε εγκληματικές ενέργειες εναντίων Σέρβων και μη Αλβανών που διεπράχθησαν στο Κόσοβο αλλά και στη βόρεια Αλβανία όπου λειτουργούσαν τουλάχιστον τρία στρατόπεδα συγκέντρωσης που ιδρύθηκαν από τον UCK.
Πρόκειται για δολοφονίες, βιασμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια, απαγωγές, αλλά και αφαίρεση οργάνων από κρατούμενους Σέρβους. Η παράνομη διακίνηση ανθρωπίνων οργάνων είχε καταγραφεί το 2011, στην έκθεση προς το Συμβούλιο της Ευρώπης, του Ελβετού εισαγγελέα Ντικ Μάρτι.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το Ειδικό Δικαστήριο έχει πιο διευρυμένες, χρονικά, αρμοδιότητες από ό,τι είχε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Γιουγκοσλαβία (ICTY). Ασχολείται και με εγκλήματα που διεπράχθησαν μετά την είσοδο των νατοϊκών δυνάμεων στο Κόσοβο τον Ιούνιο του 1999, με δεδομένο ότι η εγκληματική δράση των μαχητών του UCK συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 2000.
Από τη στιγμή που τέθηκε το Κόσοβο υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ (UNMIK) έγιναν εκατοντάδες απαγωγές Σέρβων, 400 εκ των οποίων φέρονται ακόμη ως αγνοούμενοι. Η πρώην εισαγγελέας του ICTY Κάρλα ντελ Πόντε στο βιβλίο της με τίτλο «The Hunt: Me and the War Criminals» που εκδόθηκε το 2008 αναφέρει ότι οι περισσότερες απαγωγές Σέρβων στη μεταπολεμική περίοδο στο Κόσοβο γίνονταν υπό την επίβλεψη διοικητών του UCK.
Καταγγέλλει, επίσης, ότι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στις περιοχές Κούκες και Τροπόγια στη βόρεια Αλβανία γινόταν αφαίρεση ανθρωπίνων οργάνων, τα οποία πωλούνταν στο εξωτερικό. Το στρατόπεδο κρατουμένων στην Τροπόγια βρισκόταν υπό τον έλεγχο μονάδας του UCK που ανήκε στην επιχειρησιακή ζώνη «Dugadzini» με διοικητή τον Ράμους Χαραντινάι.