«Η κατάσταση δεν είναι ούτε ηθική, ούτε βιώσιμη και δεν μπορεί να συνεχιστεί. Είναι άδικο για τον βρετανικό λαό, ο οποίος διαχρονικά έχει ανοίξει τα σπίτια του σε γνήσιους πρόσφυγες, τώρα να είναι υποχρεωμένος να ξοδεύει περίπου 6 εκατομμύρια στερλίνες ημερησίως για να φιλοξενεί σε ξενοδοχεία παράνομους μετανάστες». Αυτό τόνισε, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Ρίσι Σούνακ, προσπαθώντας να αιτιολογήσει το «αυστηρό αλλά αναγκαίο», όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε, νέο νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό.
Το εν λόγω νομοσχέδιο εκτός των άλλων προβλέπει πως «οι αρχές θα έχουν το δικαίωμα να κρατούν για 28 ημέρες όποιους παράτυπους μετανάστες συλλαμβάνουν χωρίς δικαστική συναίνεση». Επίσης, το υπουργείο Εσωτερικών θα έχει τη δυνατότητα να τους απελάσει άμεσα, ενώ το αίτημα τους για παραμονή στη Βρετανία θα εξετάζεται αφού έχουν φύγει από τη χώρα. Επιπλέον, δεν θα μπορούν πλέον να επικαλούνται τους νόμους περί σύγχρονης δουλείας και έτσι τα δικαστήρια δεν θα μπορούν να μπλοκάρουν την απέλαση τους. Μάλιστα, σε όλους όσοι το αίτημα ασύλου απορριφθεί και θα έχουν παρανομήσει, θα τους επιβάλλεται ισόβια απαγόρευση εισόδου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Αν γνωρίζουν πως όταν μπαίνουν στη Βρετανία παρανόμως, θα κρατούνται και θα απελαύνονται άμεσα πίσω στη χώρα τους θα σταματήσουν να έρχονται εδώ» τόνισε με τη σειρά της η υπουργός Εσωτερικών Σουέλα Μπράβερμαν, δικαιολογώντας το νέο νομοσχέδιο που από την πρώτη στιγμή έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις όχι μόνο από την αντιπολίτευση αλλά και από διεθνείς οργανισμούς.
Η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες από τη πρώτη στιγμή εξέφρασε «βαθιά ανησυχία» σημειώνοντας πως αν το νομοσχέδιο γίνει νόμος του κράτους στην ουσία θα απαγορεύει το δικαίωμα αίτησης ασύλου. Ζήτησε δε από τη βρετανική κυβέρνηση να υιοθετήσει «πιο ανθρώπινες» λύσεις. Αν τελικά περάσει αυτός ο νόμος, «θα ισοδυναμεί με το τέλος του δικαιώματος στο άσυλο καθώς θα στερεί από εκείνους που φτάνουν παράτυπα στο Ηνωμένο Βασίλειο το δικαίωμα να αναζητήσουν την προστασία που χορηγείται σε έναν πρόσφυγα», γράφει στην ανακοίνωση της η Ύπατη Αρμοστεία, τονίζοντας παράλληλα πως το νομοσχέδιο στερεί από τους πρόσφυγες «ακόμη και τη δυνατότητα να παρουσιάσουν την περίπτωσή τους». Όπως υπογραμμίζει, «οι περισσότεροι άνθρωποι που φεύγουν για να γλιτώσουν από τον πόλεμο και τις διώξεις, πολύ απλά δεν είναι σε θέση να βγάλουν διαβατήρια και τις απαραίτητες βίζες, καθώς δεν υπάρχουν ασφαλείς και νόμιμοι οδοί στη διάθεσή τους». Το να τους αρνούνται λοιπόν την αίτηση ασύλου μ’ αυτό το επιχείρημα προσβάλουν «την αρχή για την οποία συστάθηκε η Σύμβαση για τους πρόσφυγες», σημειώνει η Ύπατη Αρμοστεία.
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι δηλώσεις της αντιπολίτευσης, η οποία κάνει λόγο για «δαιμονοποίηση» όσων αιτούνται άσυλο αλλά και για «απάτη» των Συντηρητικών, καθώς το νομοσχέδιο δεν προβλέπει τη δίωξη των διακινητών, όπως χαρακτηριστικά επισήμανε η σκιώδης υπουργός Εσωτερικών των Εργατικών Υβέτ Κούπερ.
Αναλυτές με τη σειρά τους εκτιμούν πως αν τελικά ψηφιστεί το νομοσχέδιο χωρίς τις απαραίτητες αλλαγές, μπορεί το Ηνωμένο Βασίλειο να βρεθεί υπόλογο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μια και είναι πολύ πιθανόν να παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση επιμένει πως το νομοσχέδιο είναι σύννομο τόσο με το διεθνές δίκαιο όσο και με τις διεθνείς υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Παράλληλα, τονίζει πως η πάταξη της παράτυπης μετανάστευσης αποτελεί μία από τις πέντε προτεραιότητες που έχει βάλει ως στόχους για το 2023 ο Βρετανός πρωθυπουργός. Μάλιστα, με κάθε ευκαιρία θυμίζει ότι το 2022 περισσότεροι από 45.000 παράτυποι μετανάστες διέσχισαν με λέμβους τη θάλασσα της Μάγχης. Πρόκειται για αύξηση που αγγίζει το 60% σε σύγκριση με το 2021. Από την αρχή της χρονιάς περισσότεροι από 3.000 άνθρωποι έχουν διασχίσει τη Μάγχη, ενώ αυτή τη στιγμή εκκρεμούν περισσότερες από 160.000 αιτήσεις ασύλου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η συζήτηση γι’ αυτό το άκρως αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο ξεκινάει αύριο, Δευτέρα, στη βρετανική βουλή, ενώ η διαδικασία για την ψήφιση του έχει οριστεί για την Πέμπτη 16 Μαρτίου. Με τους αναλυτές να προβλέπουν πως αν τελικά περάσει και γίνει νόμος του κράτους θα υπάρξουν έντονες αντιδράσεις.