Η Βραζιλία, η χώρα με το δεύτερο βαρύτερο ανθρώπινο τίμημα από τον κορωνοϊό στον κόσμο, σαρώνεται από την πανδημία με εξαιρετικά άνισο τρόπο κι ανάλογα με τις περιοχές: κάποιες επλήγησαν αργότερα, κάποιες άλλες βρίσκονται ήδη σε διαδικασία απεγκλωβισμού, με τον εθνικό αριθμό καθημερινών θανάτων ωστόσο να παραμένει πολύ υψηλός.

Στην αχανή χώρα με τα 212 εκατομμύρια κατοίκους, ο ιός έχει εξαπλωθεί «με πολύ ετερογενή τρόπο» στις 27 Πολιτείες της, εξηγεί στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Μαρσέλου Γκόμες, ερευνητής στη δημόσια υγεία για το ινστιτούτο αναφοράς Fiocruz.

«Υπάρχουν ακόμη και πολλές διαφορές μεταξύ ορισμένων περιοχών εντός της ίδιας Πολιτείας», προσθέτει ο Γκόμες, τονίζοντας πως η κατάσταση είναι ανησυχητική αυτή τη στιγμή στην ύπαιθρο, όπου ο ιός έφτασε αργότερα και όπου τα νοσοκομεία είναι λιγότερο καλά εξοπλισμένα από ότι τις πρωτεύουσες.

Η Βραζιλία, η οποία μετρά 2,34 εκατομμύρια κρούσματα και περισσότερους από 85.000 θανάτους, έχει εισέλθει από τον Ιούνιο σε μία ατέλειωτη έξαρση της ασθένειας. Ο ημερήσιος μέσος όρος τις τελευταίες επτά ημέρες είναι πάνω από 1.000 θάνατοι, με μία απότομη αύξηση του αριθμού των προσβληθέντων αυτήν την εβδομάδα, πέντε μήνες μετά το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα. Αλλά τα στατιστικά στοιχεία αποκαλύπτουν μεγάλες περιφερειακές ανισότητες.

Σε τέσσερις Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της Αμαζονίας (Βόρεια), όπου η κατάσταση ήταν εφιαλτική τον Απρίλιο, ο αριθμός των θανάτων τείνει να μειωθεί για αρκετές εβδομάδες.

Άλλες δέκα Πολιτείες, ειδικά στο Νότο και στα κεντροδυτικά, βλέπουν τις καμπύλες θανάτου να αυξάνονται και 13 άλλες είναι σταθερές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Σάο Πάολο και του Ρίο ντε Τζανέιρο, που έχουν τους περισσότερους θανάτους σε απόλυτους αριθμούς.

Σε ορισμένες πολιτείες, όπως το Ρίο, όπου οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν εξουσιοδοτηθεί να ανοίξουν ξανά, ήδη γίνεται λόγος για τον κίνδυνο «ενός δεύτερου κύματος, ενώ το πρώτο δεν έχει τελειώσει», επισημαίνει ο Γκόμες.

Αυτή η σύγχυση μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από την απουσία συντονισμένης εθνικής πολιτικής για την καταπολέμηση της πανδημίας.

Ο ακροδεξιός πρόεδρος Ζαΐχ Μπολσονάρου, που και ο ίδιος έχει προσβληθεί από τον κορωνοϊό, εξακολουθεί να υποβαθμίζει τη σημασία της «γριπούλας», αμφισβητώντας ευθέως τα μέτρα περιορισμού, που κατ’ αυτόν «σκοτώνουν» τις θέσεις εργασίας.

Αυτός ο «σκεπτικισμός» ώθησε το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίσει τον Απρίλιο ότι η απόφαση για περιοριστικά μέτρα θα είναι αρμοδιότητα καθ’ εκάστης αρχής των 27 Πολιτειών και 5.600 δήμων, χωρίς παρέμβαση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Το αποτέλεσμα ήταν να εφαρμοσθεί ένας περιορισμός «à la carte» και πολύ πιο ευέλικτος από ό,τι στην Ευρώπη ή στη γειτονική Αργεντινή, τις περισσότερες φορές χωρίς αναγκαστικά μέτρα για να να μείνουν οι κάτοικοι στο σπίτι τους. Αλλά και σε πολλές Πολιτείες, η επιστροφή σε ομαλούς ρυθμούς ξεκίνησε τον Ιούνιο, με αρκετά χαοτικό και πρόωρο τρόπο σύμφωνα με τους ειδικούς, με αποτέλεσμα σε κάποιες από αυτές, όπως τη Μίνας Ζεράις, να αυξάνεται ο αριθμός των κρουσμάτων και των θανάτων τις τελευταίες εβδομάδες, αναγκάζοντας πολλές πόλεις να αναθεωρούν την απόφασή τους.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι οι μεγάλες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες μεταξύ των Πολιτειών, με ένα σύστημα υγείας συχνά ανίκανο να απορροφήσει την εισροή ασθενών στις φτωχές περιοχές στα βόρεια και βορειοανατολικά, σε αντίθεση με τις πλουσιότερες Πολιτείες στον νότο και τα νοτιοανατολικά.

«Είμαστε ακόμη πολύ μακριά. Δεν μπορούμε να πούμε ότι βλέπουμε ένα φως στο τέλος της σήραγγας, ούτε καν βλέπουμε τη σήραγγα», δηλώνει ο Ζουζέ Νταβίντ Ουρμπάεζ, ειδικός για τις μολυσματικές ασθένειες στο Περιφερειακό Νοσοκομείο Asa Norte, στην πρωτεύουσα Μπραζίλια.

Ο Μπολσονάρου, ο οποίος εργάζεται μέσω τηλεδιασκέψεων μετά τη γνωμάτευση της ασθένειάς του, στις 7 Ιουλίου, φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο να επαινεί τα πλεονεκτήματα της υδροξυχλωροκίνης -ακόμη και αν αρκετές επιστημονικές μελέτες τη θεωρούν αναποτελεσματική έναντι του Covid-19- απ’ ότι για να περιορισθεί η εξάπλωση του ιού.

«Εάν ο Μπολσονάρο είχε υιοθετήσει μια άλλη στάση και είχε συντονίσει μια ενιαία απάντηση κατά της πανδημίας, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική», συνεχίζει ο κ. Ουρμπάεζ.

«Αυτή η μεγάλη ετερογένεια οφείλεται πολύ περισσότερο σε αυτή τη χαοτική αντιμετώπιση παρά στην επιδημιολογική κατάσταση αυτή καθαυτή», καταλήγει ο ίδιος.