Ο αριθμός των πολιτών της Βραζιλίας που απέκτησαν άδεια να κατέχουν πυροβόλο όπλο αυξήθηκε κατά 474% από το 2018 ως το 2022, την περίοδο που η κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Ζαΐχ Μπολσονάρου χαλάρωσε τους κανόνες για το ζήτημα, αποκαλύπτουν δεδομένα που δημοσιοποιήθηκαν την Τρίτη από ΜΚΟ.
Το 2018, τη χρονιά που εξελέγη ο ακροδεξιός πρόεδρος, 117.467 άνθρωποι είχαν άδειες οπλοφορίας, καθώς ήταν μέλη αθλητικών σκοπευτικών ομίλων, κυνηγοί ή συλλέκτες.
Ο αριθμός τους εξαπλασιάστηκε επί των ημερών του Μπολσονάρου, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία τον Ιανουάριο του 2019: 673.818 άνθρωποι διέθεταν άδεια οπλοκατοχής τον Ιούνιο του 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η μη κυβερνητική οργάνωση Βραζιλιάνικο Φόρουμ για τη Δημόσια Ασφάλεια (Fórum Brasileiro de Segurança Pública, FBSP).
«Παρατηρήσαμε μεγάλη αύξηση του αριθμού των πυροβόλων όπλων που κυκλοφορούν στη χώρα επί κυβέρνησης Μπολσονάρου», συνόψισε μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Χενάτου Σέρζου ντε Λίμα, ο πρόεδρος του FBSP.
Η ΜΚΟ εκτιμά πως κάπου 4,4 εκατ. πυροβόλα όπλα βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών στη Βραζιλία, επικαλούμενη τα αρχεία που τηρούν ο στρατός και η ομοσπονδιακή αστυνομία, που εκδίδουν τις άδειες οπλοκατοχής.
«Το πρόβλημα είναι πως σχεδόν το ένα τρίτο αυτών των πυροβόλων όπλων (1,5 εκατ.) είναι στα χέρια των κατόχων τους παράνομα, καθώς οι άδειες (που υποτίθεται πως πρέπει να εγκρίνονται εκ νέου ανά τακτά χρονικά διαστήματα) δεν ανανεώθηκαν εντός προθεσμιών», εξήγησε ο ερευνητής.
Αφού οι άδειες λήξουν, είναι αδύνατο να εξακριβωθεί εάν τα όπλα καταλήγουν στα χέρια εγκληματιών, προειδοποιεί το FBSP.
Αφότου ανέλαβε την εξουσία ο Ζαΐχ Μπολσονάρου, άλλοτε λοχαγός του στρατού, διευκόλυνε με σειρά διαταγμάτων του την πρόσβαση στα πυροβόλα όπλα, επιτρέποντας ιδίως την αγορά επιπλέον όπλων και πυρομαχικών.
Ορισμένα από τα διατάγματα αυτά υποβάλλονται σε ανάλυση από το Ανώτατο Δικαστήριο, που καλείται να αποφανθεί εάν συμμορφώνονται προς το Σύνταγμα ή όχι.
Στην ετήσια έκθεσή του για τη δημόσια ασφάλεια, το FBSP αναφέρει ότι καταγράφηκαν 47.503 ανθρωποκτονίες στη Βραζιλία το 2021, αριθμός μειωμένος κατά 6,5% σε σύγκριση με το 2020.
Όμως η ΜΚΟ υπενθυμίζει, πως η χώρα εξακολουθεί να βιώνει κατάσταση «ακραίας βίας»: «το 2020, το ένα πέμπτο των ανθρωποκτονιών από πρόθεση σε όλο τον πλανήτη διαπράχθηκε στη Βραζιλία», κράτος που μετρά μόλις το 2,7% του παγκόσμιου πληθυσμού (213 εκατ. κάτοικοι).
Ο αριθμός των ανθρωποκτονιών μειώθηκε σε όλες τις περιοχές της χώρας πλην του βορρά, όπου βρίσκεται ο Αμαζόνιος (+7,9%).
Στην περιοχή του Αμαζονίου – όπου δολοφονήθηκαν ο βρετανός δημοσιογράφος Ντομ Φίλιπς και ο βραζιλιάνος ειδικός στις υποθέσεις των ιθαγενών Μπρούνου Περέιρα την 5η Ιουνίου– είναι συγκεντρωμένες 13 από τις 30 βραζιλιάνικες πόλεις που καταγράφουν τους υψηλότερους δείκτες ανθρωποκτονιών στη μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Η πολιτειακή πρωτεύουσα της Βραζιλίας, που χαρακτηρίζεται η πιο επικίνδυνη σε όλη τη χώρα είναι η Μακαπά, στην πολιτεία Αμαπά, στα σύνορα με τη Γουιάνα: ο δείκτης των ανθρωποκτονιών εκεί ανέρχεται στις 63,2 ανά 100.000 κατοίκους.