Ένας δικαστής στη Βραζιλία απέρριψε τις πρώτες κατηγορίες που ασκήθηκαν ποτέ σε βάρος ενός αξιωματικού του στρατού για εγκλήματα στην διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας της περιόδου 1964-1985, απόφαση η οποία χαρακτηρίζεται πλήγμα για τις οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις οικογένειες των θυμάτων.
Εισαγγελείς είχαν ασκήσει δίωξη εναντίον του συνταγματάρχη ε.α. Σεμπαστιάου Κούριου Ροδρίγκες δε Μούρα, 77 ετών, ο οποίος ήταν ο διοικητής μιας μονάδας η οποία είχε απαγάγει και βασανίσει πέντε μέλη της αντάρτικης αριστερής οργάνωσης Αραγκουάια, στον Αμαζόνιο.
Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχαν χαιρετίσει την απαγγελία των κατηγοριών ως ένα «ιστορικό βήμα για την απόδοση ευθυνών στη Βραζιλία», καθώς πολλοί θεωρούν ότι ελάχιστα έχουν γίνει για να τιμωρηθούν όσοι διέπραξαν εγκλήματα στην διάρκεια αυτού του σκοτεινού κεφαλαίου της ιστορίας της χώρας.
Η μοίρα των πέντε απαχθέντων και εκατοντάδων άλλων δεν έγινε γνωστή ποτέ.
Οι εισαγγελείς είχαν υποστηρίξει ότι η απαγωγή δεν καλυπτόταν από το νόμο περί Αμνηστίας του 1979 διότι δεν βρέθηκαν ποτέ και η υπόθεση δεν είχε κλείσει.
Η πολιτική αγωγή στηρίχθηκε σε μια απόφαση του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 2010, όταν αυτό είχε αποφανθεί πως οι αρχές της Βραζιλίας πρέπει να ερευνήσουν τις απαγωγές και να τιμωρήσουν τους δράστες τους.
Απορρίπτοντας τις κατηγορίες, ο δικαστής Ζουάου Σέζαρ Μάτους υποστήριξε ότι καλύπτονται από το νόμο περί αμνηστίας.
«Το να παριστάνουμε ότι μπορούμε να παρακάμψουμε το νόμο περί αμνηστίας για να ξανανοίγουμε [υποθέσεις] και να συζητάμε εγκλήματα της εποχής της δικτατορίας. Παραβλέπει τις ιστορικές συνθήκες οι οποίες, στο πλαίσιο μιας μεγάλης προσπάθειας εθνικής συμφιλίωσης, οδήγησαν στην εφαρμογή του», ανέφερε ο δικαστής σε ανακοίνωσή του.
Ο δικαστής πρόσθεσε ότι ακόμα και αν έκανε δεκτή την υπόθεση, είχε παρέλθει ο χρόνος και τα εγκλήματα είχαν παραγραφεί.
Οι εισαγγελείς στην πολιτεία Πάρα είπαν ότι θα ασκήσουν έφεση. Ο συνταγματάρχης είναι μια διαβόητη μορφή της περιοχής δικτατορίας. Η απόφαση ανακοινώθηκε την ημέρα που ο υπουργός Άμυνας Σέλσο Αμορίμ κάλεσε την πρόσφατα συσταθείσα Επιτροπή Αλήθειας να ερευνήσει όλα τα εγκλήματα της εποχής εκείνης.
Το ζήτημα θεωρείται λεπτό για την Ντίλμα Ρουσέφ, πρώτη γυναίκα Πρόεδρο της Βραζιλίας και αντάρτισσα στην διάρκεια της δικτατορίας, η οποία είχε βασανιστεί και φυλακιστεί για τρία χρόνια από το στρατό.
Η Ρουσέφ κινείται με μεγάλη προσοχή σε τέτοια θέματα, σε μια προσπάθεια να αποφύγει να δημιουργηθεί η εντύπωση πως θέλει να εκδικηθεί για τα δεινά που υπέστη.
Πολλά από τα στελέχη της στρατιωτικής χούντας–που υποστηρίζουν ότι έσωσαν τη Βραζιλία από τον κομμουνιστικό κίνδυνο–δεν έχουν ακόμα αποστρατευτεί και αντιτίθενται σθεναρά σε κάθε ενδεχόμενο ακύρωσης του νόμου περί αμνηστίας.
Επιμέλεια: Κωνσταντίνα Παπατσάκωνα