Υπήρξαν θετικές εξελίξεις στο θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας στην Τουρκία, κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ερντογάν, ωστόσο απομένουν ακόμη πολλά να γίνουν. Αυτό τονίζει μεταξύ άλλων στη μακρά συνέντευξή που έδωσε την Τετάρτη στην αυστριακή εφημερίδα «Κουρίρ» ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος ολοκλήρωσε εξαήμερη επίσκεψη στην Αυστρία, με την ευκαιρία και των εκδηλώσεων για τα 50 χρόνια του Ιδρύματος «Προ Οριέντε» για τον Οικουμενικό Διάλογο, στις οποίες ήταν επίτιμος προσκεκλημένος.
Όπως επισημαίνει, από τα σημαντικότερα μελήματα της Εκκλησίας, είναι η αναγνώρισή της από το τουρκικό κράτος ως οργανισμός δημοσίου δικαίου, ενώ το νομικό καθεστώς των χριστιανικών εκκλησιών και των Χριστιανών πολιτών της Τουρκίας θα πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια, καθώς οι Χριστιανοί στην Τουρκία είναι επίσης Τούρκοι πολίτες και ως εκ τούτου πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα με τους Μουσουλμάνους πολίτες.
Σύμφωνα με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, εξίσου σημαντικό είναι το μέλημα για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, της οποίας το κλείσιμο, όπως παρατηρεί, αποτελεί μια μεγάλη αδικία.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τη σύνδεση, από μέρους της Άγκυρας, μιας επαναλειτουργίας της Σχολής με την ανέγερση τεμένους στην Αθήνα, ο κ. Βαρθολομαίος απορρίπτει ως μη σκόπιμη μια τέτοια «συναλλαγή», τονίζοντας ότι ανθρώπινα δικαιώματα και θρησκευτική ελευθερία δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενα συναλλαγής.
Συμπληρώνει δε, ότι η επαναλειτουργία της Σχολής δεν έχει τίποτε να κάνει με το ελληνικό κράτος, καθώς πρόκειται για Τούρκους πολίτες που ζητούν το άνοιγμά της και που δεν έχουν την ευθύνη για τις ενέργειες και αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, τις οποίες η ίδια λαμβάνει ανεξάρτητα από αυτούς.
Στη συνέντευξή του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, εκφράζοντας, όπως λέει, το μεγάλο συναίσθημα ευθύνης που έχει ως προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τους Χριστιανούς στη Μέση Ανατολή αλλά και τον μεγάλο πόνο για τους διωγμούς τους στο Ιράκ, στη Συρία και σε άλλες εστίες διένεξης ανά τον κόσμο, τονίζει την ανάγκη να γίνει κάθε τι δυνατό για να υποστηριχθούν και να προστατευτούν αυτοί από διώξεις, εκτοπισμούς και δολοφονίες.
Κατά την άποψή του, είναι πολύ σημαντικό οι εκεί Χριστιανοί να παραμείνουν και να συνεχίσουν να ζουν στις πατρίδες τους και στις γενέτειρές τους, και συγχρόνως θα πρέπει να αναγνωρίζονται ως ισότιμοι πολίτες και να μην θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ενώ θα πρέπει να υπάρξει εντονότερη και σαφέστερη υποστήριξή τους πολιτικά, ηθικά και υλικά.
Σε σχέση με το Σχίσμα του 1054, ο κ. Βαρθολομαίος σημειώνει πως η αποκατάσταση της διάσπασης της και η επανένωση της Εκκλησίας συνιστά μεγάλο καθήκον της εποχής μας, και παραπέμπει στα πρώτα βήματα που ξεκίνησαν σε αυτή την κατεύθυνση πριν από 50 χρόνια ο Πάπας Παύλος ο Έκτος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, ενώ, όπως παρατηρεί, ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος ανάμεσα στις Εκκλησίες βοήθησε να εξαλειφθούν παρεξηγήσεις και διαφορές απόψεων.
Από τον Πάπα Φραγκίσκο ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναμένει, όπως σημειώνει, περαιτέρω θαρραλέα βήματα και προσπάθειες για την ενότητα των Εκκλησιών, όπως εκείνος έχει ήδη κάνει από την εκλογή του σε προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας.